Το ίδιο πρόωροι είναι και οι πρόσφατοι (ελαφροί) πανηγυρισμοί για την πρόοδό μας στην επίτευξη των στόχων του πλαισίου στήριξης. Υπενθυμίζω ότι τα νούμερα εμφάνιζαν μια εικόνα που ενέπνεε μάλλον ανησυχία παρά αισιοδοξία. Τα έσοδα ήταν κάτω από τον προκαθορισμένο στόχο ενώ οι δαπάνες ήταν τεχνητά μειωμένες με μέτρα όπως η κατακράτηση του ΦΠΑ και η αναβολή πληρωμών που έχουν ήδη εγκριθεί στο αναπτυξιακό σκέλος.
Οι δηλώσεις των αρμόδιων κυβερνητικών αξιωματούχων επίσης εμφανίζουν μια χαλαρή προσέγγιση στο θέμα της επίτευξης των στόχων – το 8% και το 10% για αυτούς φαίνεται να είναι το ίδιο και το αυτό, παρόλο που το δεύτερο είναι κατά ¼ μεγαλύτερο του πρώτου. Αυτή η στάση αν συνεχιστεί δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα και την ποιότητα της ηγεσίας που διαχειρίζεται αυτή την κρίση.
Στο μεταξύ η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας όπως αποτυπώνεται τόσο από τις συνεχείς μειώσεις των αποτιμήσεων των ελληνικών τραπεζών και της πιστοληπτικής τους ικανότητας, όσο και από τα στατιστικά στοιχεία για το κλείσιμο των επιχειρήσεων, τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας όπως αποτυπώνεται στους τζίρους αλλά και των καταθέσεων, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να συμμεριστεί κανείς την αισιοδοξία της κυβέρνησης.
Βέβαια, αυτός ο κύκλος συρρίκνωσης θα πρέπει να είναι αναμενόμενος από όλους – αν δεν γινόταν δεν θα είχαμε κρίση. Το ζητούμενο δεν είναι τόσο το τι γίνεται αυτή τη στιγμή, όσο το τι προδιαγράφεται για την επόμενη φάση. Και στο σημείο αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει τίποτα ως προοπτική στο αναπτυξιακό σκέλος. Ο ιδιωτικός και ο τραπεζιτικός τομέας είναι σε καθαρά αμυντική θέση, είτε προσπαθώντας να αποφύγουν τα χειρότερα είτε περιμένοντας να βαθύνει κι άλλο η κρίση και να δημιουργηθούν ακόμα καλύτερες ευκαιρίες. Από τη μεριά δε της κυβερνητικής πολιτικής και σχεδιασμού, η σιωπή είναι εκκωφαντική. Δεν υπάρχει ούτε ψίθυρος για τις αναγκαίες πολιτικές και αλλαγές που πρέπει να εφαρμοσθούν, ώστε να δημιουργηθούν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης της οικονομίας πέραν των τραπεζών και να ξαναπάρει μπρος η παραγωγική διαδικασία.
Η συνισταμένη των παραπάνω παραγόντων, ενισχυμένη και από την επέκταση της επιφυλακτικότητας των διεθνών επενδυτών και απέναντι στην Ισπανία και την Πορτογαλία, αποτυπώθηκε τις τελευταίες μέρες στην εκτίναξη των αποδόσεων (yields) των ελληνικών ομολόγων πάνω από 10%. Το δεδομένο αυτό καθιστά προφανές ότι η χρονική συγκυρία δεν είναι κατάλληλη για πειραματισμούς και ότι οι ξένοι επενδυτές δεν συμμερίζονται τη γνώμη της κυβέρνησης για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και της κρίσης.
Το αν έχουν δίκιο ή άδικο είναι αδιάφορο. Αυτό που μετράει εν προκειμένω είναι η άποψή τους, ως πιθανοί αγοραστές του προσφερόμενου χρέους. Και αυτή σαφέστατα δεν είναι ενθαρρυντική. Μια αποτυχημένη προσπάθεια θα έχει σοβαρές συνέπειες, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωζώνη, στο βαθμό που το τι συμβαίνει στην Ελλάδα συσχετίζεται με την Πορτογαλία και την Ισπανία. Στο σημείο αυτό λοιπόν πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις πιθανές επιπτώσεις στους εταίρους μας, οι οποίοι στο φινάλε είναι και αυτοί που μας στηρίζουν. Γιατί οι αγορές δεν είναι μονάχα νούμερα αλλά και ψυχολογία και συναίσθημα. Και γι’ αυτό το λόγο η αντίδρασή τους μπορεί να μεγεθυνθεί δυσανάλογα από ένα κακό χειρισμό.
Θέλω να πιστεύω ότι ως κοινωνία και ως κυβέρνηση πάθαμε αρκετά και κάτι μάθαμε για το θέμα της διαχείρισης των αγορών από την εμπειρία των τελευταίων μηνών, ώστε να αποφεύγουμε από δω και μπρος τόσο τους λεονταρισμούς όσο και τις επιπολαιότητες.
Αν όχι, τότε ίσως να είναι η ώρα για να διαλογιστούμε πάνω στη βιβλική ρήση: «Μωραίνει Κύριος….»