Το Άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισσαβόνας στην πρώτη του παράγραφο γράφει το εξής: «Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις….ή πιστωτικές διευκολύνσεις… από την ΕΚΤ ή από κεντρικές τράπεζες κρατών-μελών προς θεσμικά ή λοιπά όργανα….απαγορεύεται επίσης να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα από τους οργανισμούς αυτούς, η ΕΚΤ ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες».
Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου φαίνεται ότι έχει δίκαιο. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά, που η ΕΚΤ ακολουθεί μια διασταλτική νομισματική πολιτική. Επίσης ο κος Σινν θεωρεί ότι τα μέτρα της νέας αυτής πολιτικής θα πρέπει να εξεταστούν και από το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας του.
Από την άλλη πλευρά σημειώνει, ότι η αύξηση της ποσότητας κυκλοφορίας του ευρώ, θα αποδυναμώσει το ευρωπαϊκό νόμισμα έναντι του δολαρίου, εξέλιξη που θα οδηγήσει στην αύξηση των τιμών των εισαγωγών. Η απαξίωση αυτή του νομίσματος θα επιβαρύνει τέλος και τους καταναλωτές με ακριβότερα εισαγόμενα καύσιμα, σε μια περίοδο πτώσης των διεθνών τιμών ενέργειας τιμών. Δεν αποφεύγει φυσικά να σημειώσει και τις επιπτώσεις της πολιτικής αυτής στον πληθωρισμό.
Αξίζει όμως να σημειωθεί, κάτι που δε σημειώνεται στο ανακοινωθέν του IFO, ότι η διολίσθηση αυτή του ευρώ θα βελτιώσει στη βραχυχρόνια περίοδο τις εξαγωγές της ΕΕ και θα δώσει μια νέα ώθηση στην Ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητο η νομισματική αυτή χαλάρωση να οδηγήσει σε μιας τέτοιας μορφής πληθωρισμό, ικανό να τρομάξει τη Γερμανική οικονομική πολιτική.
Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ