Η έξοδος αυτή αν και αποτελεί σχετικά καλό νέο, αφού θα έχει και παράπλευρες συνέπειες στην αύξηση της ρευστότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων της χώρας μέσω του ανοίγματος της στρόφιγγας δανεισμού και προς αυτές, στην δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από τις εγχώριες τράπεζες μέσα από τις διεθνείς αγορές με αποτέλεσμα, να συνεχίσουν την κεφαλαιακή τους ενίσχυση με κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα όπως και στη μείωση των επιτοκίων των εντόκων γραμματίων του δημοσίου, αυτές δεν αρκούν, για να κριθεί ως η μεγάλη επιτυχία της ελληνικής οικονομίας και να δικαιολογηθούν οι αβάσιμες θριαμβολογίες, που ακούστηκαν. Η έξοδος αυτή είναι πολύ πρόωρη και κατά την γνώμη μου θα έπρεπε, να συμβεί το νωρίτερο τον Οκτώβριο του 2014 και οπωσδήποτε μετά την ρύθμιση του θέματος της βιωσιμότητας του χρέους, για να επιτύχουμε ένα χαμηλό επιτόκιο, που δεν θα επιβαρύνει δυσανάλογα το δημόσιο χρέος και για να ήταν πραγματική η επιστροφή στις αγορές και με διάρκεια θα χρειαζόταν αυτή, να έχει επιδιωχθεί με την έκδοση δεκαετούς ομολόγου, που όμως στην παρούσα φάση λόγω των υψηλών επιτοκίων ήταν ανέφικτο.
Η κυβέρνηση είχε ανάγκη μία επικοινωνιακά αξιοποιήσιμη πρόωρη έξοδο στις αγορές με την σύμφωνη γνώμη της τρόικα και την επιδίωξε. Η μεγάλη συμμετοχή ξένων επενδυτών εξηγείται λόγω της φυγής τους τον τελευταίο καιρό από τις κλυδωνιζόμενες αναδυόμενες αγορές και από το γεγονός ότι η Ελλάδα πραγματοποιεί την έξοδο υπό την εγγύηση της ΕΚΤ και με δεδομένο ότι το 80% του ελληνικού χρέους το κατέχουν πια στα χέρια τους η ΕΚΤ, οι ευρωπαίοι εταίροι μέσω GLF και EFSF/ESM και το ΔΝΤ. Τα κεφάλαια αυτά αναζητούν κερδοσκοπικές αποδόσεις υψηλές με μικρότερο ρίσκο και μεγαλύτερη εξασφάλιση, για αυτό και επέστρεψαν στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου όπως και στην δική μας με την έκδοση του πενταετούς ομολόγου.
Ο δρόμος για την πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας και την έξοδο από την κρίση είναι ακόμη μακρύς και η σχετική σταθεροποίηση των οικονομικών δεικτών με την επιβράδυνση της ύφεσης και το πρωτογενές πλεόνασμα του 1,5 δις ευρώ, όπως το υπολογίζει η τρόικα, το οποίο όμως δεν προήλθε από υγιή ανάπτυξη την ελληνικής οικονομίας αλλά από άγρια φοροεπιδρομή, λιτότητα και είσπραξη καθυστερούμενων φόρων των προηγούμενων ετών, δεν αρκούν για να υπάρξει φως στο βάθος του τούνελ. Θα πρέπει, να ληφθεί μάλιστα υπόψη, ότι οι οφειλές του δημοσίου προς τους ιδιώτες έφτασαν τον Μάρτιο του 2014 στα 4,740 δισ. ευρώ ενώ σειρά καθυστερούμενων φόρων προηγούμενων ετών, που εισπράχθηκαν σωρευτικά στο τέλος του 2013, όπως ο ΦΑΠ δεν θα υπάρχουν τα επόμενα χρόνια.
Δυστυχώς σοβαρότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας όπως το ύψος του ελληνικού δημοσίου χρέους, το οποίο συνολικά έφτασε τα 321,47 δισ. €, δηλαδή στο 175,7% του ΑΕΠ και η μη βιωσιμότητα του, όσο δεν αντιμετωπίζονται και δεν διεκδικείται πραγματικά μέσα από μια σκληρή επαναδιαπραγμάτευση με κόκκινες γραμμές και ανυποχώρητο στόχο το συμφωνημένο κούρεμα του χρέους ύψους 50%, που βρίσκεται στα χέρια των επίσημων δανειστών μας μέσω OSI (official sector involvement) συμπεριλαμβανομένων όλων των δανείων, τόσο επιστροφή πραγματικών επενδυτών στην χώρα με διάθεση, να επενδύσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας της και όχι να κερδοσκοπήσουν πάνω στα ομόλογα της, επειδή αυτή έχει τις πλάτες της ΕΚΤ, δεν θα υπάρξει, όπως δεν θα υπάρξει πραγματική εξυγίανση του δημοσιονομικού της προβλήματος και κατά συνέπεια γρήγορη ανόρθωση της πραγματικής οικονομίας. Απορώ μάλιστα, γιατί τώρα, που υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα και τελείωσε ο εκβιασμός της θεωρίας, πως δεν θα έχουμε λεφτά για μισθούς και συντάξεις, αν δεν μας δανείσουν, δεν αναλαμβάνουν οι κυβερνώντες μια πατριωτική πρωτοβουλία πίεσης των δανειστών για ένα νέο κούρεμα, εκμεταλλευόμενοι και την γεωστρατηγική θέση της χώρας.
Ειδικά τώρα που υπάρχει νέα πρόταση του ΔΝΤ για κούρεμα του χρέους, το οποίο ορθά διαπιστώνει την μη βιωσιμότητα του, θα πρέπει, να αξιοποιηθεί και να διεκδικηθεί λύση ,προς αυτή την κατεύθυνση χωρίς άλλους δισταγμούς. Βέβαια το ΔΝΤ εξαιρεί από αυτό τα δικά του δάνεια, ενώ κατά την άποψη μου κανένα από τα δάνεια του επίσημου τομέα δεν πρέπει, να εξαιρεθεί έστω και αν για κάποιους θεσμούς αυτό θα γίνει για πρώτη φορά. Δεν υπάρχει δεν γίνεται, το μόνο που υπάρχει είναι, δεν διεκδικήσαμε, για να δούμε, τι μπορεί, να γίνει. Η κατάσταση λοιπόν δεν προσφέρεται για εύκολους εντυπωσιασμούς και εφήμερους πανηγυρισμούς, διότι για να βγούμε από το τέλμα, χρειάζονται άλματα και με το πρόγραμμα που εφαρμόζεται γίνονται μετά από 4 χρόνια αργά και βασανιστικά βήματα προς την σταθεροποίηση της κατάστασης, πράγμα καθόλου ικανοποιητικό.
Η ύφεση μπορεί, να επιβραδύνθηκε, αλλά η επιστροφή στην ανάκαμψη γίνεται με αργό ρυθμό, λόγω των αδυναμιών της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής, που στηρίζεται στην άγρια και άδικη υπερφορολόγηση, τα χαράτσια και την ακραία λιτότητα, χωρίς παράλληλα στοχευμένη επαρκώς μείωση του σπάταλου δημόσιου τομέα. Τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια είναι εξωπραγματικά, δεν στηρίζονται σε λογική ανάλυση και έρευνα και σε καμία χώρα του κόσμου δεν έχουν επιτευχθεί τέτοιας έκτασης και κυρίως διάρκειας πρωτογενή πλεονάσματα, με την εξαίρεση ελάχιστων χωρών όπως πχ η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία, που και πάλι έχει ιστορικά πετύχει πολύ μικρότερα πλεονάσματα ποσοστού 3,1% επι του ΑΕΠ της, συγκρινόμενα με αυτά, που προβλέπει για την Ελλάδα το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-2018. Αυτό συμβαίνει, γιατί με τις έωλες αυτές προβλέψεις θέλουν οι εταίροι, να κρύψουν τεχνητά και με στατιστικές αλχημείες κάτω από το χαλί το πρόβλημα της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους και την αναγκαιότητα νέου εθελοντικού κουρέματος του, υιοθετώντας εξωφρενικές εκτιμήσεις πλεονασμάτων, που θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον δήθεν για την αποπληρωμή του.
Επίσης οι προβλέψεις του νέου μεσοπρόθεσμου για την εξέλιξη της ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια είναι ανεδαφικές και αστήρικτες δεδομένου βέβαια, ότι θα συνεχιστεί τυχόν η σημερινή οικονομική πολιτική. Η τρόικα προβλέπει μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά μέσο όρο 3,9% μέχρι το 2020. Αυτό σημαίνει, ότι η Ελλάδα θα αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που αυτός αναμένεται γύρω στο 3,1% μέχρι το 2026. Το μεσοπρόθεσμο προβλέπει μεγέθυνση 3,2%. Οι προβλέψεις αυτές όπως πολύ σωστά επισημαίνει το γραφείο του προϋπολογισμού της βουλής είναι αστήρικτες και υπεραισιόδοξες, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος, ότι δεν έχουμε κάποια καταιγίδα επενδύσεων και ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, που θα δημιουργούσε την προσμονή νέων σταθερών και βιώσιμων πηγών εσόδων. Η κοινωνία έχει στερέψει από πόρους και η συνέχιση της αφαίμαξης της δεν θα οδηγήσει πουθενά, παρά μόνο σε πιθανή κοινωνική έκρηξη τα επόμενα χρόνια.
Η ανεργία δείχνει ως επίσημο ποσοστό της ΕΛΣΤΑΤ σημάδια στασιμότητας σε εγκληματικά υψηλά ποσοστά 26,5% τον Φεβρουάριο για την κοινωνική συνοχή και ειρήνη και το φρενάρισμα της περεταίρω αύξησης της οφείλεται πιθανότατα στα αυστηρά πρόστιμα και τον περιορισμό της μαύρης αδήλωτης εργασίας και όχι στην πραγματική ανάπτυξη αρκετών θέσεων εργασίας μέσα από άνοδο των ιδιωτικών επενδύσεων στην χώρα μας.
Οι εξαγωγές παρά τις δραματικές και άδικες μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας δεν εξελίσσονται καλά. Η συνολική αξία των εξαγωγών - αποστολών το δωδεκάµηνο Απριλίου 2013 - Μαρτίου 2014 παρουσίασε µείωση 2,2% σε σύγκριση µε το αντίστοιχο δωδεκάµηνο Απριλίου 2012 – Μαρτίου 2013. Για να επιβεβαιωθεί ο σύμβουλος μέχρι πριν λίγο καιρό του κ Μπαρόζο κ Λεγκρέν που υποστήριξε πρόσφατα ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι διέγνωσαν λάθος την κρίση και τελικά συνέστησαν το λάθος φάρμακο. Ο Λεγκρέν υποστηρίζει, ότι η Ευρώπη και οι χώρες του Νότου δεν πρέπει, να επιδιώκουν μέσα από την βάρβαρη και άδικη οριζόντια συμπίεση των μισθών του ιδιωτικού τομέα την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά ότι χρειάζεται, να απευθυνθούν σε ακριβότερες αγορές με ποιοτικότερα προϊόντα από πλευράς τους, ακολουθώντας το παράδειγμα των υποδηματοποιών της Πορτογαλίας, που τώρα πουλάνε πιο ακριβά παπούτσια, οι εξαγωγές τους ανθούν, οι μισθοί και τα ποσοστά απασχόλησης τους έχουν αυξηθεί ακριβώς, γιατί δεν ακολούθησαν τον δρόμο, που τους πρότεινε η τρόικα. Έχω τονίσει εμφατικά σε παλαιότερο άρθρο μου με τίτλο << Ώρα αλλαγής για την Ευρώπη>> 6/2013 και δικαιώνομαι σήμερα, πως η γραμμή της κινεζοποίησης των μισθών του ιδιωτικού τομέα δεν είναι η σωστή λύση στο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης και ειδικά των χωρών της περιφέρειας όπως η δική μας αλλά χρειάζεται, να δώσει την μάχη σε ποιοτικότερα προϊόντα και όχι συναγωνιζόμενη ευτελή προϊόντα, που παράγονται με μισθούς πείνας και εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Συμπερασματικά έχουμε ακόμη πολύ δρόμο, να διανύσουμε και η κατάσταση θα βελτιωθεί πραγματικά οδηγώντας σε υγιή ανάπτυξη και πλεονάσματα, μόνο αν σταματήσει η ανόητη περικοπή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα εδώ και χρόνια, ενώ παράλληλα επιδιώκουμε μεγαλύτερα ποσοστά απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλιών και μόνο αν υπάρξει ένα αναπτυξιακό σοκ στην Ελλάδα με αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, με μείωση των φόρων, πάταξη της γραφειοκρατίας, σταθερό και απλό φορολογικό σύστημα και ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ πρόσθετο από την Ευρωπαϊκή Ένωση πέρα από το ΕΣΠΑ, που θα κατευθυνθεί σε έργα ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Τέλος, βέβαια απαιτείται, να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις αναγκαίες με στόχο την μείωση του σπάταλου αδηφάγου και αναποτελεσματικού δημοσίου, την πάταξη της γραφειοκρατίας και την δημιουργία φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος, ώστε να αναπτυχθεί ο κατεστραμμένος παραγωγικός ιστός της χώρας. Χρειάζεται λοιπόν, να προσγειωθούν όλοι και να αποφασίσουν εδώ και τώρα, να διαπραγματευτούν επιτέλους σκληρά μια αλλαγή πολιτικής με τους δανειστές και ένα νέο συμφωνημένο κούρεμα του χρέους άμεσα, για να καταστεί αυτό βιώσιμο. Όλα τα άλλα είναι φρούδες ελπίδες και επικοινωνιακές τακτικές, που δεν πείθουν κανέναν και απλώς παρατείνουν τα βάσανα της οικονομίας και της κοινωνίας. Όπως επίσης είναι αδήριτη ανάγκη και η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία ορθά θέτει ζήτημα κουρέματος του χρέους, να συνέλθει επιτέλους και να σοβαρευτεί στις προτάσεις της, πράγμα που δεν το πιστεύω, αν θέλει να συμμετάσχει σε μια σκληρή επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές με πειστικά επιχειρήματα, η οποία να έχει αίσιο τέλος για τις επιδιώξεις μας και όχι να υιοθετεί κάθε ανόητο λαϊκίστικο αίτημα, αντιδρώντας σε κάθε μορφής μεταρρύθμιση, όπως δυστυχώς πράττει μέχρι και σήμερα ανευθύνως.
Eυάγγελος Ιωαννίδης
Δικηγόρος