«Δείξε μου τον ανταγωνιστή σου να σου πω ποιος είσαι» λέει το ρητό, που ταιριάζει γάντι στην περίπτωση. Πλέον η Ελλάδα συγκρίνεται με ώριμες τουριστικά χώρες με βαθιά ριζωμένη την τουριστική κουλτούρα, τόσο σε επίπεδο διαχείρισης προορισμών όσο και σε αυτό της υποδοχής επενδύσεων. Τα τελευταία χρόνια συνεπώς η Ελλάδα, μέσα από την κρίση που οδήγησε την τουριστική βιομηχανία στην εξωστρέφεια, αλλά και στη θετική συγκυρία, με το κλείσιμο των γειτονικών αγορών που πάνα λειτουργούσαν ανταγωνιστικά κύρια σε επίπεδα τιμών άλλαξε πίστα. Απέκτησε τουλάχιστον δυο καλούς προορισμούς city break, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αναβάθμισε τα resorts της, απέκτησε καλές μικρομεσαίες μονάδες, έφερε δημόσιους φορείς και ιδιωτικούς να σκεφτούν πώς θα εμπλουτίσουν το προϊόν τους ανά περιοχή. Κυρίως όμως έγινε κατανοητό από όλους ότι δεν είναι κακό να είναι κανείς «γκαρσόνι της Ευρώπης» μια και η συγκεκριμένη δουλειά αμείβεται καλά κι έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη. Αυτό είναι το θετικό κεκτημένο από την πενταετή πορεία ανόδου του τουρισμού.
Βέβαια όλο αυτό το διάστημα και ειδικά τα τελευταία δυο χρόνια έχουμε και τις παιδικές ασθένειες να αναπτύσσονται. Δηλαδή «φούσκωμα» τιμών χωρίς αιτία και λόγο. Δεν μπορεί π.χ. ένα δωμάτιο απλό χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, χωρίς χώρο ούτε για μια μικρή περιστροφή στις Κυκλάδες, να κοστίζει όσο ένα τετράστερο στην Πορτογαλία ή την Ισπανία, ή ακόμη και την Τοσκάνη. Δεν μπορεί, όπως έλεγε κορυφαίος παράγων του κλάδου, για μια πόρτα μελαμίνη να πληρώνει κανείς 2 κατοστάρικα σε πολλά σημεία».
Τούτων δοθέντων η σταθεροποιητική χρονιά στις αφίξεις που αναμένεται δημιουργεί όρους διόρθωσης στις τιμές που δε συμβαδίζουν σε αξία παροχής υπηρεσίας. Άλλωστε σε κάθε αγορά η διόρθωση πάντα είναι επιθυμητή για να έλθουν τα πράγματα στα «ίσια τους» και να πάει ο δέκτης σε νέα κορυφή.