Ανεξάρτητα όμως από το ποια θα είναι η πορεία του συγκεκριμένου βουλευτή (που όπως είπε κι ο κ. Αβραμόπουλος είναι άνευ σημασίας), η περίπτωσή του φέρνει στην επιφάνεια το θέμα της προσωπικής ευθύνης των βουλευτών. Θέμα που και άλλες φορές έχει απασχολήσει το πολιτικό σύστημα της χώρας, αλλά και τους πολίτες.
Ας χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα, την περίπτωση Νικολόπουλου γιατί προκαλεί το εξής ζήτημα: Ας δεχτούμε ότι παραιτήθηκε από υφυπουργός διότι δεν θα κάνει πράξη η κυβέρνηση όσα και εκείνος έλεγε προεκλογικά στους ψηφοφόρους του. Θα κάνει δηλαδή άλλα. Ο κ. Νικολόπουλος όμως λέει ότι θα στηρίξει την κυβέρνηση, προφανώς και σ’ αυτά τα «άλλα». Και αυτό τι σημαίνει άραγε για έναν πολιτικό; Ότι θα έχει λιγότερη ευθύνη επειδή θα είναι απλώς βουλευτής; Ή μήπως νομίζει ότι δεν θα έχει καμμιά ευθύνη;
Ας φύγουμε από την συγκεκριμένη περίπτωση και ας πάμε στο γενικότερο και πολύ συχνό φαινόμενο του βουλευτή που διαφωνεί με κάποια απόφαση του κόμματός του. Είναι δυο τα ενδεχόμενα: Πρώτον θα μπορούσε να αποχωρήσει από το κόμμα του μένοντας στη Βουλή ως ανεξάρτητος ή και να προσχωρήσει σε κάποιο άλλο κόμμα. Και δεύτερον θα ήταν δυνατόν να ακολουθήσει μια πιο «καθαρή λύση». Να παραιτηθεί από το βουλευτικό αξίωμα.
Το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής επιτρέπουν και τα δύο. Και έχουν συμβεί εκατοντάδες τέτοιες περιπτώσεις και στις δύο εκδοχές τους, στη μεταδικτατορική Βουλή. Ποιο όμως είναι το - όχι πολιτικά, αλλά ηθικά – ορθό;… Επαφίεται στην κρίση του καθενός βουλευτή.
Υπάρχει το επιχείρημα ότι ο βουλευτής εκλέγεται απ’ ευθείας από το λαό (εκπροσωπεί το λαό και το έθνος, λέει το Σύνταγμα) και άρα στο λαό δίνει εξηγήσεις κι όχι στο κόμμα και στον αρχηγό του. Το αντίθετο επιχείρημα είναι ότι ο βουλευτής εκλέγεται κάτω από τη σημαία ενός κόμματος και είναι μάλλον απίθανο ότι θα εκλεγόταν αν δεν είχε ενταχθεί σε κάποιο κομματικό ψηφοδέλτιο. Όταν λοιπόν διαφωνήσει, απλώς επιλέγει ένα από τα δύο επιχειρήματα και αναλόγως πράττει. Στην πρώτη περίπτωση παραμένει στη Βουλή. Στη δεύτερη πάει σπίτι του.
Αν αφήσουμε, τώρα, τα θεωρητικά και έρθουμε στην τρέχουσα ρεαλιστική πραγματικότητα, διαπιστώνουμε, πάρα πολλές φορές, άλλα κίνητρα και άλλους στόχους και φυσικά πολύ διαφορετικές συνέπειες που μπορεί να έχει μια πράξη παραίτησης. Αν η παραίτηση είναι και από το βουλευτικό αξίωμα, συνηθέστατα δεν επηρεάζεται και πολύ η γενικότερη πολιτική κατάσταση, γιατί θα μπεί στη Βουλή ένας επιλαχών, που πιθανότατα θα είναι πιο νομιμόφρων στην παράταξή του. Αριθμητικά, η δύναμη του κόμματος στη Βουλή παραμένει η ίδια. Μπορεί όμως να προκληθεί πολιτικό ζήτημα, αν ο παραιτηθείς είναι ένα μεγάλο και σοβαρό στέλεχος.
Όταν ο βουλευτής κρατήσει την έδρα του, αλλά φύγει από το κόμμα, τότε σε κάποιες περιπτώσεις δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα: Αν λ.χ. το κόμμα είναι στην κυβέρνηση και έχει μεγάλη πλειοψηφία εδρών, τότε το πλήγμα δεν είναι μεγάλο. Αν όμως διαθέτει λίγους βουλευτές τότε τα πράγματα μπορεί να γίνουν κρίσιμα. Και έχει συμβεί μια φορά τουλάχιστον στο παρελθόν, η παραίτηση ενός βουλευτή να ρίξει την κυβέρνηση(1993).
Δεν μπορούμε εδώ να απαριθμήσουμε τους λόγους και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας βουλευτής παραιτείται. Οι λόγοι είναι πολλοί και μερικές φορές σύνθετοι και μπορεί να αφορούν από γενικότερα, μεγάλα η μικρά, πολιτικά παιχνίδια, μέχρι το απλό που έλεγε κάποτε ένας σοφός παλιός πρόεδρος της Βουλής: Η πρώτη προτεραιότητα κάθε βουλευτή είναι το πώς θα επανεκλεγεί…Αυτό ισχύει, φοβάμαι, και γενικότερα για την συμπεριφορά του βουλευτή. Και, αν δεν συνοδεύεται τουλάχιστον και από αίσθημα ευθύνης, σοβαρότητας και καθήκοντος, είναι μία από τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος.