Έναν χρόνο αργότερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επανέλαβε τις διπλωματικές «πιρουέτες» της επιλέγοντας αυτήν την φορά ως παρτενέρ της τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Αλέξης Τσίπρας επισκέφθηκε τον Δεκέμβριο το Κρεμλίνο θέλοντας να κλείσει τις πληγές που άνοιξε στις διμερείς σχέσεις η θητεία Κοτζιά. Επέλεξε μάλιστα να μιλήσει για μερικές «βροχερές ημέρες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού» και ότι Αθήνα και Μόσχα θα προχωρήσουν πλέον με αμοιβαίο σεβασμό και αλληλοκατανόηση.
Πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις και αυτή η πρωθυπουργική διαβεβαίωση έγινε «φύλλο και φτερό». Η ανακοίνωση του Ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών για τη συμφωνία των Πρεσπών δεν συνιστά μόνο μια απροκάλυπτη παρέμβαση των Ρώσων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας. Συνιστά και μια παταγώδη αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την τελευταία 10ετία (από την εκλογή του Γ. Παπανδρέου το 2009) που γκρέμισε τις γέφυρες συνεννόησης με την Μόσχα.
Αυτό που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν οι Τσίπρας, Καμμένος και Κοτζιάς είναι ότι η Ρωσική κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει την Συμφωνία των Πρεσπών, στην ουσία της αλλά την εκλαμβάνει ως «εργαλείο» για την επέκταση της αμερικανικής και νατοϊκής επιρροής στα Βαλκάνια, κάτι που θεωρεί ότι είναι βήμα αναβίωσης του Ψυχρού Πολέμου και διαμόρφωσης νέων ζωνών επιρροής στην Ευρώπη.
Η Μόσχα «είδε» μετά το 1989, δύο πρώην δορυφόρους της στα ανατολικά Βαλκάνια και πλησίον των εδαφών της, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, να φεύγουν από τον έλεγχό της και να εισέρχονται στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε.
Μετά τον κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβίας, «έχασε» Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία, Κόσοβο, Αλβανία αλλά και το ομόδοξο Μαυροβούνιο που το 2016 εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Τώρα, βλέπει την Ελλάδα ως τον Δούρειο ίππο των ΗΠΑ για τα ερείσματα της στην ΠΓΔΜ.
Η επίσκεψη Πούτιν στην Σερβία έδειξε ότι η Μόσχα δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει την περιοχή. Οι 20 συμφωνίες ( η αξία των οποίων υπερβαίνει το 1 δις. δολάρια) που υπέγραψε με τους Σέρβους αποδεικνύουν ότι θεωρεί τα Βαλκάνια ζωτικό οικονομικό της χώρο.
Σε αυτήν την κρίσιμη οικονομική συγκυρία η Ρωσία έχει αφήσει την Ελλάδα εντελώς έξω από τον επενδυτικό της χάρτη. Ακόμα και η ροή μικρών ιδιωτικών επενδύσεων από τους Ρώσους έχουν ανακοπεί.
Η Ρωσία (όπως και η Κίνα στο Συμβούλιο Ασφαλείας) παρά το γεγονός ότι οι γεωπολιτικές της επιδιώξεις έρχονταν σε αντίθεση με τα στενά ελληνικά εθνικά συμφέροντα στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο ήταν ανέκαθεν μια από τις «προστάτιδες δυνάμεις» της Ελλάδας.
Η επιλογή της σημερινής κυβέρνησης να ταυτιστεί απόλυτα με τις επιλογές και τις επιθυμίες των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή (ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ), έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα. Η Ρωσία όχι μόνο βαδίζει χέρι χέρι με την Τουρκία για τα μείζονα ζητήματα στην ευρύτερη περιοχή, αλλά ουσιαστικά πριμοδοτεί την αποσταθεροποιητική πολιτική της Άγκυρας στο Αιγαίο με την ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνάμεων. Ερωτήματα γεννώνται και για την στάση που θα κρατήσει στο εξής και στο Κυπριακό.
Η χώρα μας έχει εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική με τους Ρώσους στο Μακεδονικό ζήτημα. Κατάφερνε όμως ακόμα και στις πιο δύσκολες εποχές να έχει ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και να διατηρεί φιλικές, προνομιακές σχέσεις μαζί τους. Και για να χτιστούν ξανά αυτές οι γέφυρες επικοινωνίας, η Αθήνα θα πρέπει να δαπανήσει στο μέλλον ένα πολύ μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο.
Η συμφωνία των Πρεσπών είναι σαφές ότι δεν διασφαλίζει τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Ούτε ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Το κυριότερο όμως είναι ότι με τους παιδαριώδεις και ανιστόρητους χειρισμούς των Τσίπρα, Κοτζιά, Καμμένου έβαλε την Ελλάδα ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες και στο επίκεντρο του επικίνδυνου ανταγωνισμού ΗΠΑ – Ρωσίας.