Για διάφορους λόγους, οι επενδυτές που επενδύουν σε επιχειρηματικά κεφάλαια σε άλλα μέρη του κόσμου (όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες, ιδιώτες, κλπ) δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να διοχετεύσουν χρήματα στα startups που μάχονται για να ευδοκιμήσουν στο συχνά εχθρικό επιχειρηματικό περιβάλλον της Ευρώπης. Κυρίως επειδή φοβούνται ότι η αποτυχία μιας επένδυσης είναι πιο πιθανή στην Ευρώπη από ό, τι στις ΗΠΑ (ή την Αυστραλία). Αλλά κι από το γεγονός ότι η δεξαμενή των εν δυνάμει επιχειρηματιών είναι, συγκριτικά, μικρότερη και από άποψη ποιότητας (ικανοτήτων), χειρότερη.
Διάφορες έρευνες δείχνουν έντονες διαφορές δεξιοτήτων μεταξύ των ευρωπαίων επιχειρηματιών, οι οποίες βεβαίως έχουν εντοπιστεί από τους venture capitalists που με την σειρά τους τις συνυπολογίζουν στις επενδυτικές αξιολογήσεις που κάνουν. Συνήθως οι επιχειρηματίες που παίρνουν χρηματοδοτήσεις έχουν στο παρελθόν επιτύχει σε άλλες επιχειρηματικές προκλήσεις. Αποτελεί πεποίθηση ότι μια μελλοντική επιτυχία αποτελεί αντανάκλαση προηγούμενων δεξιοτήτων. Επομένως, σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη μιας δεξαμενής κατ’ εξακολούθηση επιτυχημένων επιχειρηματιών (ταλέντων), θεωρείται ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της ευρωπαϊκής «βιομηχανίας» venture capital.
Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν την εικόνα. Σύμφωνα με το Reuters, καταγράφονται αποδόσεις στις σχετικές επενδύσεις venture capital στην Ευρώπη μόλις 2,1% ετησίως, από το 1990. Ίσως οι χειρότερες επενδυτικές αποδόσεις στον κόσμο (εκτός Ιαπωνίας). Συγκριτικά, τα αμερικανικά venture capitals επιτυγχάνουν περίπου 13% κάθε χρόνο.
Εάν κάτσουμε και τα αναλογιστούμε όλα αυτά, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι οι επιχειρηματίες που θέλουν οικονομική υποστήριξη θα πρέπει να στραφούν εκτός Ευρώπης το ίδιο και οι επενδυτές (venture capitalists) που αναζητούν ποιοτικά startups για χρηματοδότηση. Οι ΗΠΑ είναι εκεί! Η αντίληψη αυτή (με εξαίρεση την αγορά της Μ. Βρετανίας) έχει «στιγματίσει» για την ευρωπαϊκή αγορά venture capital.
Προφανώς, για να υπάρξουν αξιοπρεπείς αποδόσεις στις επενδύσεις σε startups (μέσα σε ένα εύλογο βάθος χρόνου), απαιτείται η ικανοποιητική ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών ώστε να επιτυγχάνεται η «έξοδος» είτε μέσω IPO ή πώλησης. Όμως, η αγορά IPOs είναι δυσκίνητη, σε μια εποχή κατά την οποία η παραδοσιακή τραπεζική χρηματοδότηση έχει συμπιεστεί λόγω των αυστηρότερων κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Παρόλα αυτά, οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης των μελλοντικών Apples και Facebooks πρέπει να βρεθούν, η πρόσβαση σε αυτές πρέπει να διευκολυνθεί και η προσφορά των κεφαλαίων να είναι ικανοποιητική. Τέλος, από τους πιο σημαντικούς παράγοντες στο venture capital είναι η επενδυτική κουλτούρα: Tα κεφάλαια που διοχετεύουν (χρηματοδοτούν) στις επιχειρήσεις αφορούν αποκλειστικά μακροχρόνιες επενδύσεις κι όχι βραχυχρόνιες διευκολύνσεις.
Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χρειάζεται να κάνουν κάτι γρήγορα. Επενδυτικά κεφάλαια όπως το EIF (European Investment Fund), μπορούν να βοηθήσουν. Όμως η προώθηση της καινοτομίας από κυβερνητική σκοπιά, είναι συνήθως βραχυπρόθεσμη προσπάθεια. Στόχο πρέπει να αποτελεί η προσέλκυση ισχυρών ιδιωτών επενδυτών. Η ΕΕ έχει κάνει πολλά για τη βελτίωση των εργατικών και φορολογικών νόμων προς διευκόλυνση των startups αλλά εξακολουθεί να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των γενικών στόχων της ΕΕ και των ειδικών αναγκών σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές της ζώνης του ευρώ.
*Ο Κωνσταντίνος Σταμπόλας είναι Management Consultant.