Για τον γράφοντα, συντήρηση σήμερα σημαίνει να συνεχίσουμε να υπνοβατούμε στον δρόμο της πεπατημένης. Πρόοδος σημαίνει υποστήριξη της μεταρρύθμισης, της καινοτομίας και του ρίσκου.
Ο γράφων έχει πολλούς λόγους να θεωρεί τον εαυτό του τυχερό. Και η τύχη είναι, φυσικά, προσωπική υπόθεση. Πιστεύει, ωστόσο, ότι αξίζει να εκμυστηρευτεί στους αναγνώστες του αυτόν που πιστεύει πως είναι ο βασικότερος: ότι δηλαδή γεννήθηκε και έκανε τις βασικές του σπουδές στην Ελλάδα, σε μία χώρα και ιδίως σε μία εποχή (που στην Αγγλική είναι γνωστή ως η εποχή των Βaby boomers) η οποία έδινε τότε ευκαιρίες στη νεολαία της.
Η ανεργία ήταν φαινόμενο σπάνιο για το οποίο μαθαίναμε περισσότερο στα βιβλία και η συνεχής -από γενιά σε γενιά- βελτίωση του επιπέδου ζωής εθεωρείτο φυσιολογική και αναμενόμενη. Όπως και οι γονείς μας πριν από μας, έτσι και μεις γνωρίζαμε πως αν προσπαθούσαμε και αν ματώναμε, το πιθανότερο ήταν πως η ζωή μας θα ήταν καλύτερη από των γονιών μας.
Η «κρίση» που μας χτύπησε το 2008 και η οποία, δυστυχώς, συνεχίζεται, μας προσγείωσε. Δέκα χρόνια αργότερα, αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι πως εμείς τα έχουμε καταφέρει καλύτερα από όσο κατά πάσα πιθανότητα θα μπορέσουν να τα καταφέρουν τα παιδιά μας και, ίσως, και τα εγγόνια μας, όσο και αν προσπαθήσουν και όσο και καλύτερο και αν είναι το επίπεδο των σπουδών τους. Και αυτό είναι θλιβερό για όλους.
Εμείς κατά πάσα πιθανότητα υποφέραμε νωρίτερα και περισσότερο από τις άλλες χώρες της ΕΕ. Η μεσαία τάξη δεν υποφέρει όμως μόνο στη χώρα μας. Είδαμε τι συνέβη πρόσφατα στην Ιταλία που εξέλεξε για κυβέρνηση ένα συνονθύλευμα λαϊκιστών που πούλησαν με επιτυχία φύκια για μεταξωτές κορδέλες προκειμένου να εκλεγούν. Στη Γαλλία, χώρα σύμβολο για την Ευρώπη, είχαμε την εξέγερση των κίτρινων γιλέκων.
Κοινός παρονομαστής της απόγνωσης της μεσαίας τάξης στην ΕΕ είναι η απώλεια εμπιστοσύνης στο μέλλον. Κάπου φαίνεται πως οι αναπτυσσόμενες εξαγωγικές χώρες και ιδίως η Κίνα, έχουν καταφέρει να εξαργυρώσουν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που απέκτησαν με την παγκοσμιοποίηση.
Και ποιά μπορεί να είναι η απάντηση;
Αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, η κυβέρνηση κάθε χώρας προσπαθεί, ανάλογα με τον προσανατολισμό της και τα μέσα που διαθέτει, να συνδράμει τους υστερούντες και τους μη έχοντες με διάφορα επιδόματα που θα τους βοηθήσουν να τα βγάλουν πέρα. Αρκεί όμως αυτό;
Δυστυχώς, όχι. Όσο σημαντική και στοιχειώδης και αν είναι, η κοινωνική πολιτική από μόνη της δεν αρκεί. Πρέπει να είναι συμπλήρωμα πολιτικών που αποσκοπούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά τον ιδιωτικό τομέα, όσους είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν επιχειρηματικά ρίσκα για να τα καταφέρουν, ώστε να μεγαλώσει έτσι και η συνολική πίτα της οικονομίας. Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς μας και στην ανάπτυξη. Διαφορετικά, αν η πίτα δεν μεγαλώσει ή αν ακόμη μικρύνει, η ανεργία και η μετανάστευση των νέων θα αυξηθούν και τα επιδόματα θα μειωθούν.
Ως γνωστόν, το 2019 είναι έτος εκλογών. Εθνικών αλλά και Ευρωεκλογών. Εκλογές που κατά πιθανότητα θα έλθουν εν μέσω έντονων κοινωνικών πιέσεων και, ίσως, και οικονομικής ύφεσης για τις περισσότερες οικονομίες της ΕΕ.
Ευχή, επομένως, του γράφοντος για το 2019 είναι να βρούμε τον τρόπο να ξεχωρίσουμε με ευθυκρισία και σωφροσύνη τις προοδευτικές ιδέες από τις συντηρητικές, και να τις υποστηρίξουμε έμπρακτα και αποτελεσματικά.