Η έκθεση σκιαγραφεί τη διαχρονική αδυναμία των κυβερνήσεων να δημιουργήσουν την αναγκαία δομή αλλά και τον τρόπο λειτουργίας εκείνο, που θα αύξανε την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και συνεπώς θα μπορούσε να συμβάλει θετικά στην ανταγωνιστικότητα της χώρας. Οι πολυάριθμες κρίσεις των τελευταίων χρόνων (οικονομική κρίση αλλά και εκτεταμένες καταστροφές, όπως πυρκαγιές και πλημμύρες) έχουν αναδείξει σοβαρά ελλείμματα σε οργάνωση, έλεγχο και ευθύνη με τις γνωστές τραγικές συνέπειες.
Η επίδοση αυτή «συμφωνεί» με τη γενικότερη αντίληψη που θέλει το κράτος να λειτουργεί με μεγάλο κόστος και μικρή απόδοση, και τη δημόσια διοίκηση -μέσα από ασυντόνιστες και αναχρονιστικές διαδικασίες- να δρα ανασταλτικά, ακόμα και ενοχοποιητικά και πάντως όχι ως αρωγός σταθερότητας, συνέπειας, συνέχειας και ασφάλειας. Για παράδειγμα, η «συμβίωση» χειροκίνητων και ψηφιακών διαδικασιών, ακυρώνει την αποτελεσματικότητα των δεύτερων, ενώ επιτρέπει την αυθαιρεσία και το «α-λα-καρτ» που δημιούργησαν οι πρώτες.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για πρακτικές διαφθοράς. Η έλλειψη λογοδοσίας και αποτελεσματικής ενημέρωσης/επιμόρφωσης των υπαλλήλων, καθώς και η μέθοδος της «ελεύθερης», κατά το δοκούν, μετάφρασης εγκυκλίων (με το βάρος της διοικητικής ευθύνης ουσιαστικά στον υπάλληλο) δημιουργούν σύγχυση, επιφέρουν υψηλό κόστος και σπατάλη ανθρωποωρών σε μη παραγωγικές διαδικασίες, απλώς διεκπεραιωτικές, «φλύαρες», ενίοτε και φαύλες.
Στην πραγματικότητα, η δημόσια διοίκηση δεν καλείται να εφαρμόσει παρά πολιτικές. Και ηχεί λογικό, ο πολίτης -με δεδομένη την εμπειρία του- να αναρωτιέται για το πνεύμα των πολιτικών αυτών και, δη, την ικανότητα πάσης φύσεως «ιθυνόντων» να αντιληφθούν προτεραιότητες, να χαράξουν κατευθυντήριες, καίρια σχέδια δράσης.
Καθώς, προφανώς, η κατάσταση δεν είναι η ίδια σε όλους τους τομείς, απαιτείται η θεσμοθέτηση μιας δημόσιας αξιολόγησης κάθε χρόνο, μέσω της οποίας θα εντοπίζονται «πτυχές» προόδου, στασιμότητας ή ύφεσης. Μόνο δια της αξιολόγησης η δημόσια διοίκηση θα μπορούσε να επικαιροποιήσει την αποστολή της, να εκσυγχρονίσει τα μέσα, τα «εργαλεία» της, να επηρεάσει μελλοντικές πολιτικές αποφάσεις.
Υπό μια βασική προϋπόθεση, η οποία και θα μπορούσε να καταστήσει την αξιολόγηση αποτελεσματική: να καλύπτει το εύρος του «κύκλου ζωής» κάθε δράσης, δηλαδή το χρονικό φάσμα από την σύλληψη μιας πολιτικής, την εφαρμογή της ως και την αποτίμηση του αποτυπώματός της στην κοινωνία και στην οικονομία.
Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί σε πολιτικές με μακρύ χρονικό ορίζοντα, μεγαλύτερο από αυτόν μιας κυβερνητικής θητείας, κατά τρόπον ώστε αυτές να μπορέσουν να υπερβούν κομματικές σκοπιμότητες και ατζέντες, προς χάριν του γενικού συμφέροντος.
Τα θεματικά πεδία που εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία αφορούν μεταξύ άλλων την οικολογικοποίηση της οικονομίας, το δημογραφικό, την ενεργειακή ανεξαρτησία, το συνταξιοδοτικό : όλα σχετικά με την κοινωνική συνοχή, την ποιότητα ζωής του πολίτη αλλά και τις προοπτικές που δημιουργούνται για τις επόμενες γενιές, το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Η διαδικασία αυτής της αξιολόγησης, λοιπόν, απαιτεί τη θεσμική συμμετοχή όλων των μερών (πολίτες, πολιτικοί και δημόσιοι λειτουργοί) καθώς και τον ορισμό ποσοτικών μεγεθών για την ακριβή καταγραφή των στόχων και την μη αυθαίρετη αποτίμηση των πολιτικών και της δημόσιας δράσης ιδιαίτερα.
Προτείνεται, συμπερασματικά, ένας μετασχηματισμός της σχέσης μεταξύ της ελληνικής κοινωνίας (πολίτες και ιδιωτικός τομέας), της δημόσιας διοίκησης και των οργάνων που παράγουν πολιτική, με πυλώνες την «εμπιστοσύνη», την «απλοποίηση-αποτελεσματικότητα», την «συμμετοχική διακυβέρνηση». Προτείνεται στην ουσία ένα νέο μοντέλο δημόσιας δράσης.
Στυλοβάτης της όλης διαδικασίας, θα μπορούσε να είναι μια «Επιτροπή Σχεδιασμού», ένας μόνιμος θεσμός, μια υψηλού επιπέδου αρχή, με όσο το δυνατόν περισσότερη εμπειρογνωμοσύνη και τη συμμετοχή ex officio ειδικευμένων προσωπικοτήτων (τόσο οργανώσεων πολιτών, όσο και στελεχών του ιδιωτικού τομέα), συνδικαλιστικών οργανώσεων, κ.ά.
Η Επιτροπή Σχεδιασμού δεν θα έχει κάποια διαχειριστική αρμοδιότητα ή εξουσία πέρα, ενδεχομένως, από την προσφυγή στη διαιτησία της κυβέρνησης. Η Επιτροπή αυτή, με μικρές και ευέλικτες ομάδες, θα οργανώνει και θα διαχειρίζεται τον «δημόσιο διάλογο», θα παρακολουθεί τις πολιτικές, θα αναλύει και θα συντάσσει εμπεριστατωμένες εκθέσεις που θα είναι στη διάθεση των πολιτικών για την εκπόνηση προγραμμάτων, τη διατύπωση προτάσεων προς την κοινωνία.
Ο προτεινόμενος μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης και κατ’ επέκταση της παραγωγής πολιτικής, συνιστά επιτακτική ανάγκη, προκειμένου να ανταποκριθούμε στις βαθιές μεταπλάσεις των παγκόσμιων αναγκών και ισορροπιών, τις επιπτώσεις τους στη συνοχή της κοινωνίας, την εδραίωση ενός βιώσιμου και δίκαιου μοντέλου αλληλεγγύης και δημοκρατικής διακυβέρνησης. Δεν μπορούμε να χτίσουμε με βιώσιμο τρόπο την Ελλάδα του 21ου αιώνα, χωρίς να αναζητήσουμε συλλογικά τι πρέπει και τι μπορούμε να περιμένουμε από το κράτος, ποιες είναι οι φιλοδοξίες μας ως έθνος, στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα.
Ο κ. Ξενοφών Κροκίδης είναι Δρ. Φυσικής, Ιδρυτής και Δ/νων σύμβουλος της εταιρείας SCIENOMICS.