Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προγραμματίσει μία μίνι ευρωπαϊκή περιοδεία ξεκινώντας στις 22 Αυγούστου από το Παρίσι και την συνάντηση με τον πρόεδρο Μακρόν, συνεχιζόντας στις 29 του μηνός στο Βερολίνο και την συνάντηση με την Ανγκελα Μέρκελ και καταλήγοντας στις 2 Σεπτεμβρίου στην Χάγη, όπου θα τον υποδεχθεί ο Μαρκ Ρούτε.
Ακολούθως, την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου θα βρεθεί στην Νέα Υόρκη, όπου στο πλαίσιο και στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ θα έχει συναντήσεις κορυφής, μεταξύ των άλλων και με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Όλα αυτά θα εξελιχθούν ενώ μία οικονομική ανησυχία απλώνεται σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο (Brexit, ενδείξεις ύφεσης στην Γερμανία, αβεβαιότητα λόγω της διαφαινόμενης περαιτέρω ενίσχυσης του Σαλβίνι στην Ιταλία) και όσο εντείνεται η κινητικότητα στην ΝΑ Μεσόγειο (Κυπριακό, ενεργειακά κοιτάσματα, κρίσης στις σχέσεις Τουρκίας - Δύσης, κ.ά.).
Η Ελλάδα σε αυτό το περιβάλλον διαθέτει ένα προνόμιο.
Επειτα και από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου είναι τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο και για κάποιο διάστημα, μία ζώνη σταθερότητας. Παράλληλα, υπάρχουν προοπτικές και δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης.
Υπό αυτές τις συνθήκες ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία, περί προχωρημένων συζητήσεων της ελληνικής και της αμερικανικής πλευράς για μία αναβάθμιση της ήδη στενής αμυντικής συνεργασίας.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Βήματος της Κυριακής», η Ουάσιγκτον επιθυμεί την επικαιροποίηση, εδραίωση και χρονική επέκταση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής συνεργασίας του 1990 με νέους όρους.
Συνοπτικά, η αμερικανική κυβέρνηση επιδιώκει περαιτέρω διευκολύνσεις στην Σούδα, διεύρυνση της συνεργασίας στην αεροπορική βάση της Λάρισας, χρήση της βάσης της Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο Μαγνησίας και εγαθίδρυση μίας «μικρής Σούδας» στο λιμάνι της Αλεξανδούπολης. Κατά κάποιες πηγές, οι διεκδικήσεις αυτές εντάσσονται στον σχεδιασμό για την δημιουργία ενός «τόξου ανάσχεσης», το οποίο σχηματίζεται από την Πολωνία, την Ελλάδα και το Ισραήλ και εντάσσεται στις απόλυτες προτεραιότητες της νέας αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή.
Πρόκειται ασφαλώς για πρόκληση με ιδιαίτερη σημασία, αλλά και για μία συζήτηση που δημιουργεί μία σειρά ερωτήματα και ζητήματα.
Για παράδειγμα:
Τι ανταλλάγματα θα διεκδικήσει η χώρα μας κατά τις δρομολογημένες για το φθινόπωρο σχετικές διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ; Θα είναι αυτές αμυντικού χαρακτήρα και π.χ. θα αφορούν συμφωνίες για μαχητικά αεροσκάφη ή φρεγάτες;
Πώς θα οριοθετηθεί η σχέση με την Ευρώπη υπό αυτό το πρίσμα; Θα προσδεθεί η χώρα απολύτως στο αμερικανικό άρμα και πόσο εφικτό θα είναι αυτό; Τι περιπλοκές μπορεί να υπάρξουν δεδομένης και της κρίσης στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης ή τις διαφορετικές προσεγγίσεις σε καυτά ζητήματα, όπως π.χ. το Ιράν;
Και πώς θα δουν οι Ευρωπαίοι μία προτίμηση ή δέσμευση της χώρας σε αμερικανικούς εξοπλισμούς, αντί των ευρωπαϊκών;
Είναι η Ελλάδα προετοιμασμένη να γίνει ένα «δεύτερο Ισραήλ» στην περιοχή; Πολύ περισσότερο δε: είναι σε θέση για κάτι τέτοιο;
Πώς θα τροποποιηθούν ισορροπίες και τι επιπτώσεις θα έχει μία ενδεχόμενη μετατροπή της χώρας σε αμερικανικό και ΝΑΤΟϊκό προπύργιο επιχειρήσεων στην Μέση Ανατολή;
Τι θα σημάνουν πιθανολογούμενες τετοιες εξελίξεις στην περιοχή; Πόσο ρεαλιστικό είναι να θεωρήσει κανείς ότι η Δύση θα εγκαταλείψει την στρατηγική της σχέση με την Τουρκία;
Πώς θα αντιδράσει η Τουρκία, όσο αυτά θα βρίσκονται σε εξέλιξη; Τι θα συμβεί στο Κυπριακό, το οποίο αντιμετωπίζεται πλέον υπό διαφορετικό πρίσμα, δεδομένων των ενεργειακών κοιτασμάτων;
Κυρίως δε, τι θα σημάνουν όλα αυτά για το Αιγαίο, όπου οι Τούρκοι εμφανίζονται αγριεμένοι;
Είναι αυτές μερικές μόνο από τις παραμέτρους που οφείλει κανείς να έχει υπόψη στον νέο συσχετισμό δυναμέων και την αναδιανομή ρόλων στην περιοχή. Μπορεί να παρουσιάζονται ευκαιρίες ή ανάγκη προσαρμογής σε νέα δεδομένα. Μπορεί να δημιουργούνται προϋποθέσεις για έναν νέο στρατηγικό ρόλο της χώρας.
Μπορεί όμως και να υπάρχουν κίνδυνοι.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr