Τελικά λοιπόν φαίνεται ότι το κλειδί για την ανάπτυξη της οικονομίας σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, το κρατάει το ΠΑΣΟΚ το οποίο είναι το αναγκαίο συστατικό μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Δυστυχώς όμως η συμπεριφορά των κομμάτων στην προεκλογική περίοδο αποκαλύπτει ότι μάλλον δεν ετοιμάζονται για συνεργασίες αλλά για μια μάχη μέχρι εσχάτων, που θα χαρακτηρίζεται από χυδαιότητες και fake news.
Μπορεί κανείς να φανταστεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται στις κραυγές και τις προκλήσεις, είναι αντιληπτό ότι είναι ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα ολόκληρου του αριστερού φάσματος και προσπαθεί να συντηρήσει τους ψηφοφόρους του και να προσελκύσει νέους μέσω της ενεργοποίησης του θυμικού, επενδύει στην αγανάκτηση και στον αρνητισμό, στην αντιδεξιά κραυγή και δεν αντιπολιτεύεται με βάση λογικά επιχειρήματα, ούτε παρουσιάζει συγκεκριμένες πολιτικές παρεμβάσεις.
Αυτό όμως που δεν είναι κατανοητό είναι το τι κάνει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα κληθεί να αποφασίσει αν θα συνεργαστεί ή όχι δηλαδή αν θα απαλλάξει τη χώρα από την μακρά πολιτική εκκρεμότητα. Το ΠΑΣΟΚ έχει κινητοποιήσει σύμφωνα με τα στοιχεία που το ίδιο παρουσιάζει, μια πολύ σοβαρή βάση νέων πολιτικών που δεν έχουν πολιτευτεί ξανά και οι οποίοι διαθέτουν εξαιρετικά βιογραφικά. Το ακούμε να το λένε, αλλά δεν μας τους έχουν “συστήσει” ακόμη και όταν βρεθούμε στις κάλπες θα δούμε απλώς μια λίστα άγνωστων ονομάτων τοποθετημένων αλφαβητικά και κανείς δεν θα ξέρει ποιος είναι ποιος και τι έχει κάνει.
Επίσης το ΠΑΣΟΚ δεν εξηγεί επαρκώς το πρόγραμμα του και οι ψηφοφόροι δεν γνωρίζουν τι ακριβώς προτείνει το κόμμα. Γνωρίζουν βέβαια ότι με το ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχουν σοβαροί εθνικοί κίνδυνοι, ούτε παράλογες επιλογές, αλλά αυτό δεν αρκεί.
Συνεργασίες
Όσον αφορά στις ενδεχόμενες συνεργασίες, η τακτική του ΠΑΣΟΚ, που είναι το κόμμα “κλειδί” για δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας, είναι ακατανόητη.
Η απλή αναλογική, με την οποία θα διεξαχθούν σε μερικές εβδομάδες οι εκλογές, ένα σίγουρο αποτέλεσμα θα έχει: Ότι την πρώτη Κυριακή το ΠΑΣΟΚ θα πάρει τους περισσότερους βουλευτές που μπορεί να εκλέξει σε αυτές τις εκλογές. Η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ, ανάλογα με το ποιο από τα δυο κόμματα θα κερδίσει τις δεύτερες εκλογές που θα γίνουν με ενισχυμένη αναλογική, θα απολαύσει το μπόνους των 40 επιπλέον βουλευτών. Εφόσον η χώρα πάει σε δεύτερες εκλογές είναι βέβαιο ότι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που θα εκλεγούν σε αυτές, θα είναι λιγότεροι από αυτούς που θα εκλέξει το κόμμα στις πρώτες εκλογές. Για παράδειγμα, αν το ΠΑΣΟΚ πάρει ένα ποσοστό πχ 10% (για να το δούμε με απλά αλλά όχι ακριβή νούμερα διότι εξαρτώνται από τον αριθμό των κομμάτων που θα μπούν στη Βουλή) την πρώτη Κυριακή θα εκλέξει 30 βουλευτές και αν καταφέρει να διατηρήσει το ίδιο ακριβώς ποσοστό τη δεύτερη Κυριακή θα εκλέξει 26 βουλευτές. Συνεπώς το ΠΑΣΟΚ την πρώτη Κυριακή θα βρεθεί στο πιο ισχυρό σημείο αυτών των εκλογών.
Με δεδομένο αυτό, η στρατηγική του θα έπρεπε να είναι μια συνεργασία με το πρώτο κόμμα την πρώτη Κυριακή στο πλαίσιο μιας προγραμματικής συμφωνίας. Τη συμφωνία αυτή λογικά θα την επιθυμούν οι βουλευτές που θα εκλεγούν την πρώτη Κυριακή διότι τότε θα είναι περισσότεροι και θα αποφύγουν το ρίσκο της μη εκλογής τους τη δεύτερη. Θεωρητικά μιλώντας θα πρέπει να την επιθυμεί και ο πρόεδρος του κόμματος Νίκος Ανδρουλάκης. Και όμως ο κ. Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ φαίνονται σαν να βάζουν τρικλοποδιά στον εαυτό τους θέτοντας ως προϋπόθεση συνεργασίας την εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι παράλογη, απαίτηση, να μην ηγηθούν σε περίπτωση κυβέρνησης συνεργασίας οι αρχηγοί των δυο άλλων κομμάτων που ούτως ή άλλως θα έχουν υψηλότερο ποσοστό από το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η απαίτηση ξενίζει διότι οδηγεί σε αδιέξοδο όχι μόνο τη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης και τη χώρα που θα αναγκαστεί να συνεχίσει με νέες εκλογές, αλλά κυρίως το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.
Και ενώ με βάση τα δεδομένα είναι λογική η ανακοίνωση του Ανδρουλάκη ότι αν είναι να συνεργαστεί σε κυβέρνηση με το πρώτο κόμμα, θα το κάνει την πρώτη Κυριακή (που θα έχει τους περισσότερους βουλευτές) είναι ακατανόητη η αυτοτρικλοποδιά για τον αποκλεισμό των δυο αρχηγών των άλλων κομμάτων.
Ένα ακόμη παράξενο είναι ότι ενώ το ΠΑΣΟΚ το οποίο διαθέτει μεγάλη κυβερνητική εμπειρία ιστορικά και πολύ πλούσιες γνώσεις στα θέματα επιμέρους πολιτικών, δεν επενδύει σε αυτά τα πλεονεκτήματα του και δεν θέτει διαφορετικούς όρους κυβερνητικής συνεργασίας. Δεν απαιτεί για παράδειγμα, ως προϋπόθεση συνεργασίας με το πρώτο κόμμα, να αναλάβει συγκεκριμένους τομείς, δηλαδή υπουργεία, πχ της Υγείας, της Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, της Παιδείας, της Προστασίας του πολίτη, στα οποία διαθέτει εμπειρία και γνώσεις και να εφαρμόσει μια συγκεκριμένη δική του πολιτική. Μια τέτοιου είδους προγραμματική συμφωνία θα ικανοποιούσε και το ΠΑΣΟΚ και τους ψηφοφόρους του διότι θα διασφάλιζε ότι η χώρα θα συνεχίσει να λειτουργεί και ότι σε αυτούς τους πάρα πολύ σημαντικούς τομείς θα ακολουθείται η πολιτική του ΠΑΣΟΚ χωρίς παρεμβάσεις από το πρώτο κόμμα. Εξάλλου το πρώτο κόμμα θα ήταν αναγκασμένο να αφήσει τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ να ασκήσουν την πολιτική τους χωρίς παρεμβάσεις για να μη θέσει σε κίνδυνο την κυβέρνηση συνεργασίας.
Επειδή όμως το ΠΑΣΟΚ δεν συζητάει τέτοιες προγραμματικές συμφωνίες, αλλά επικεντρώνεται στην ύπαρξη τρίτου προσώπου για τη θέση του Πρωθυπουργού, η αγωνία των ψηφοφόρων ότι η χώρα θα μπλέξει σε απανωτές εκλογές και πολιτικές περιπέτειες διατηρείται και για ορισμένους μεγεθύνεται. Έτσι με τη στάση του το ΠΑΣΟΚ, αντί να ενισχύσει τις δυνάμεις του και να διασφαλίσει ότι η χώρα θα έχει κυβέρνηση, ουσιαστικά ενισχύει την πόλωση υπέρ των δυο μεγαλύτερων κομμάτων και εις βάρος του εαυτού του.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr