Ενα από τα βασικά ζητήματα που ανακύπτουν είναι ο αλαζονικός εφησυχασμός της Ευρώπης και της Δύσης εν συνόλω και η θεοποίηση της τεχνολογικής της υπεροχής. Η αντίληψη ότι τα σύγχρονα μέσα μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά έναντι επίδοξων τρομοκρατών, ειδικώς εκείνων με το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ισλαμικού εξτρεμισμού, έχει καταρρεύσει. Οπως αποδείχθηκε στην περίπτωση του Παρισιού και των Βρυξελλών, τα τεχνολογικά μέσα δεν μπορούν να αποτρέψουν όποιον θέλει να ανατιναχθεί και να πάρει μαζί του ανύποπτους πολίτες. Είναι αποτελεσματικά μόνον ως προς την εκ των υστέρων διαπίστωση του ποιος διέπραξε το έγκλημα κλπ. Συνεπώς απαιτείται κάτι άλλο, πολύ πιο κρίσιμο και χρήσιμο.
Μία άλλη πτυχή του ίδιου προβλήματος παρουσιάστηκε μετά την σύλληψη του Σαλάχ Αμπντεσλάμ στις Βρυξέλες την προηγούμενη εβδομάδα. Οι βελγικές αρχές συμπεριφέρθηκαν παιδαριωδώς, έδωσαν στην επιχείρηση τεράστια δημοσιότητα και πανηγύριζαν σαν να είχαν κατατροπώσει την ισλαμική τρομοκρατία στο σύνολό της. Προκάλεσαν έτσι τους ομόθρησκους - ομοϊδεάτες και συνεργούς του, οι οποίοι όπως φάνηκε ήταν απολύτως προετοιμασμένοι για τα αντίποινα. Αντιθέτως, οι αρχές του θεωρητικώς οργανωμένου βελγικού κράτους δεν ήταν προετοιμασμένες για ένα νέο βίαιο χτύπημα στο ψαχνό.
Οι παράμετροι αυτές και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στην καρδιά της Ευρώπης φέρνουν πλέον την Ενωση προ της ανάγκης γενικής αναθεώρησης αρχών και πρακτικών, οι οποίες αποδεικνύεται ότι απειλούν την ίδια την ύπαρξή της.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι «χαρτογιακάδες» των Βρυξελλών και των ευρωπαϊκών πρωτευουσών οφείλουν πλέον να αναγνωρίσουν λάθη, να αναθεωρήσουν πολιτικές και να πάρουν θέση στο δίλημμα: ταχύτερη πολιτική, στρατιωτική, οικονομική και διοικητική ενοποίηση, ή de facto διάλυση του ευρωπαϊκού οράματος και επιστροφή στις εθνικές περιχαρακώσεις με κόστος, άγνωστα αποτελέσματα και την ακροδεξιά να σε ολόκληρη την ήπειρο να καραδοκεί;
Η απάντηση δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και πάντως περνά μέσα από την αναγνώριση ενός μεγάλου λάθους και την διαχείριση των συνεπειών του.
Το μεγάλο αυτό λάθος είναι η επιλογή του περίφημο πολυπολιτισμικού μοντέλου της Ενωσης και συγκεκριμένων κρατών τις τελευταίες δεκαετίες, το οποίο έχει ήδη καταρρεύσει. Το αποδεικνύει η σχεδόν ανεξέλεγκτη δράση του ακραίου Ισλάμ στην καρδιά της Ευρώπης.
Το θέμα αναλύεται με διεξοδικό και επιστημονικά άρτιο τρόπο στο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου «Πλουραλισμός, Πολυπολιτισμικότητα, Ενσωμάτωση, Αφομοίωση», όπου εκφράζονται τολμηρές παραδοχές που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Η κεντρική ιδέα της παραδοχής για την αποτυχία της «πολυπολιτισιμικότητας», είναι πως η Ευρώπη εθελοτυφλούσε επί δεκαετίες μπροστά στον διαβρωτικό κίνδυνο της επιλογής της να αναγνωρίσει ειδικά δικαιώματα προς οργανωμένες «διαφορετικότητες», θρησκευτικές και εθνικές ομάδες και μειονότητες. Κατά τον τρόπο αυτό και σε συνδυασμό με την καταστροφική της πολιτική στην Μέση Ανατολή, την αποτυχία και την καθυστέρηση της πραγματικής ενοποίησης, της διαμόρφωσης μίας ευρωπαϊκής ταυτότητας και της αντίληψης του «ευρωπαίου πολίτη», άφησε τις οργανωμένες ομάδες και εν προκειμένω αυτές των ισλαμιστών, να μετατραπούν σε ωρολογιακή βόμβα και σε δυνάμει καταλύτες για την διάλυση της Ενωσης.
Η εναλλακτική δυνατότητα θα ήταν το αμερικανικό μοντέλο. Κάθε άτομο, όποιας προέλευσης, εθνικότητας ή θρησκευτικής πεποίθησης έχει εξασφαλισμένα όλα τα δικαιώματα και δεσμεύεται από όλες τις υποχρεώσεις του Αμερικανού Πολίτη. Στην δημόσια σφαίρα οφείλει να δρα και να κινείται σε αυτό το πλαίσιο και δεν αναγνωρίζεται συλλογικό δικαίωμα απορρέον από την ένταξη σε κάποια ομάδα ή μειονότητα (με εξαίρεση ίσως κάποιες όψιμες ρυθμίσεις για τους Αυτόχθονες Αμερικανούς - Ινδιάνους). Χωρίς να μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η αμερικανική πρακτική αποτελεί Ευαγγέλιο, είναι πλέον προφανές πως ήταν πολύ πιο διορατική, λειτουργική, πολιτικά αποτελεσματική και διοικητικά προηγμένη.
Με βάση αυτά, στο σημείο που έχει φθάσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, οι επιλογές της είναι δύο: είτε θα προχωρήσει στην θεμελίωση των θεσμών και των πρακτικών που θα της διασφαλίσουν την μετάβαση στην ενοποίηση και την ομοσπονδία με τους όρους που αναφέρθηκαν, είτε θα συνεχίσει να καθυστερεί, θα οπισθοδρομήσει και θα διαλυθεί.
Οσον αφορά δε την Ελλάδα, η επιλογή μοιάζει να είναι μονόδρομος προς την πρώτη κατεύθυνση. Ομως ούτε η ίδια και οι πολίτες της φαίνεται πως το κατανοούν, ούτε η Ευρώπη φαίνεται πως ενδιαφέρεται για τις ελληνικές θέσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr