Κάπως έτσι έχει η κατάσταση με τη Γερμανία, από τη μία πλευρά, και την ευρωζώνη και την Ελλάδα από την άλλη: Το Βερολίνο υποστηρίζει ότι μας έχει δώσει όσα δανεικά δεν μας έδιναν οι αγορές, με επιτόκιο και περίοδο αποπληρωμής ακόμη καλύτερα και από εκείνα που πετυχαίναμε τις καλές μέρες του 2004. Δίκιο έχει. Επιπλέον, η Γερμανική κυβέρνηση διστάζει να μας δώσει περισσότερα χρήματα και παράταση στην εφαρμογή του Μνημονίου, καθώς η Ελλάδα δεν έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις που η ίδια είχε υποσχεθεί. Δίκιο έχει. Γερμανοί πολιτικοί επιμένουν επίσης ότι τα δομικά προβλήματα των οικονομιών του Νότου δεν μπορούν να λυθούν με νομισματικά μέσα και ότι η παρέμβαση της ΕΚΤ απαντά στα συμπτώματα και όχι στις αιτίες της κρίσης. Προσθέτουν επίσης ότι το τύπωμα χρήματος αυξάνει τον πληθωρισμό και μειώνει την ισοτιμία του ευρώ και άρα αποτελεί ευθεία επίθεση στην προσωπική περιουσία τους, την οποία εκείνοι, σε αντίθεση με τους Νοτίους, δεν την έχουν κάνει σπίτια, αλλά την έχουν σε καταθετικούς λογαριασμούς στην τράπεζα. Δίκιο έχουν. Ακόμη, η Γερμανία υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να της ζητάμε να πληρώνει το λογαριασμό, χωρίς να της δίνουμε λόγο στο πως ξοδεύονται τα χρήματα. Δίκιο έχει. Τέλος, Γερμανοί οικονομολόγοι υπογραμμίζουν ότι με δεδομένο ότι το χρέος της χώρας τους υπερβαίνει το 80% του ΑΕΠ και το δημογραφικό τους πρόβλημα είναι χειρότερο και από της Ελλάδας, η Γεμρανία, ακόμη και να ήθελε, δεν έχει τη δύναμη να σηκώσει στις πλάτες της τους υπόλοιπους 16 της ευρωζώνης. Δίκιο έχουν.
Από την άλλη, η Ελλάδα (κυρίως) και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου (δευτερευόντως), υποστηρίζουν ότι τα Προγράμματα Προσαρμογής είναι τόσο βίαια που ενδεχομένως να διαλύσουν την κοινωνία εις τα εξ ων συνετέθη. Δίκιο έχουν. Οι σοβαροί άνθρωποι στη χώρα μας υπενθυμίζουν επίσης ότι χρειάζεται χρόνια για να αποδώσουν καρπούς οι – όποιες – διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουμε κάνει και τονίζουν ότι ο κύριος λόγος αποτυχίας του Προγράμματος είναι ότι οι προβλέψεις της Τρόικας για την ύφεση έχουν πέσει έξω. Δίκιο έχουν. Επίσης, όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως σήμερα έχουν εγκριθεί πρώτα από την Τρόικα. Αλήθεια δεν είναι; Οι Έλληνες θεωρούν ακόμη ότι η προσέγγιση της Γερμανίας στην αντιμετώπιση της κρίσης έχει μία ηθικολογική διάσταση («να τιμωρηθούν οι αμαρτωλοί») και δεν βγάζει νόημα από οικονομικής απόψεως: διότι η εσωτερική υποτίμηση, απαραίτητη για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, αυξάνει αναγκαστικά το χρέος (διότι μειώνει το ΑΕΠ). Και όταν το σημείο εκκίνησης του χρέους είναι ήδη πολύ υψηλό, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, τότε πολύ γρήγορα γίνεται μη βιώσιμο. Άρα το «κούρεμα» (και στα διακρατικά δάνεια που έχουμε συνάψει με την Τρόικα) είναι απαραίτητο. Τέλος, οι ελληνικές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι είναι άδικο να μηδενίζεται η προσπάθεια που έχει γίνει, καθώς η Ελλάδα έχει μειώσει το πρωτογενές της έλλειμμα κατά 9% του ΑΕΠ περίπου, μέσα σε μόλις 2 χρόνια και σε συνθήκες πρωτοφανούς ύφεσης.
Πώς είναι δυνατόν να λυθούν οι διαφωνίες, όταν όλοι έχουν δίκιο; Το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσει ο ένας το δίκιο του άλλου, κάτι που μέχρι στιγμής δεν συμβαίνει, γιατί στο δημόσιο λόγο κυριαρχούν οι μαξιμαλιστικές απόψεις των φανατικών και από τις δύο πλευρές. Δεύτερον, είναι αναγκαίες οι υπαναχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Αν δηλαδή η Ελλάδα θέλει περισσότερη αλληλεγγύη από τις χώρες του Βορρά, τότε θα πρέπει να είναι έτοιμη να δεχθεί ότι ο Φινλανδός Επίτροπος Ρεν και η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ θα έχουν σημαντικό λόγο στους εθνικούς μας προϋπολογισμούς και στο πως ξοδεύονται τα λεφτά τους. Και τρίτο και σημαντικότερο, θα πρέπει και οι δύο πλευρές να σταματήσουν να λένε τη μισή αλήθεια, διότι είναι εξαιτίας αυτής της τακτικής που καταλήγουν στο συμπέρασμα πως έχουν σε όλα δίκιο. Οι Γερμανοί να παραδεχθούν δηλαδή ότι δεν έχουν δίκιο σε όλα και ότι, για παράδειγμα, οι παλινωδίες και οι εμπρηστικές δηλώσεις των πολιτικών τους υπονομεύουν την προσπάθεια της Ελλάδας να ορθοποδήσει και αποτελούν τροχοπέδη για την αύξηση των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα. Και από την άλλη, οι Έλληνες να παραδεχθούν ότι πολλά δεν τα έχουν καλώς καμωμένα. Για παράδειγμα, μελέτη του πανεπιστημίου του Σικάγο συμπεραίνει ότι οι γιατροί στη χώρα μας δηλώνουν ετησίως 29.000 ευρώ λιγότερα από όσα βγάζουν και οι δικηγόροι 24.000 ευρώ λιγότερα (κατά τα άλλα, οι Ιατρικοί και Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι πρώτοι στην καταγγελία του Μνημονίου). Όταν λοιπόν έχουμε αποτύχει τόσο παταγωδώς στην φορολόγηση των εισοδημάτων, δεν έχουμε το δικαίωμα να το παίζουμε εσταυρωμένοι...
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr