Η στήλη φιλοξενεί αυτή τη φορά την άποψη του «Ειδικού Συνεργάτη», όπως αυτή δημοσιεύθηκε στο Reporter Magazine Δεκεμβρίου:
Η λέξη «κρίσιμη» έχει υποστεί κατάχρηση μέχρις σημείου απώλειας του νοήματος της. Για παράδειγμα, κάθε εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα παγίως περιγράφεται ως η «πιο κρίσιμη της Μετα - πολίτευσης». Το να χαρακτηρίσουμε επομένως το 2024 «κρίσιμο» δεν προσθέτει ιδιαίτερα στην ανάλυση. Αφήνοντας κατά μέρος τέτοια κλισέ, ας επικεντρωθούμε σε τρία ενδιαφέροντα – και αλληλένδετα – ερωτήματα για την Ευρώπη, που θα απαντηθούν με τη νέα χρονιά:
Το πρώτο αφορά την εξέλιξη της πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία. Μολονότι το θέμα έχει υποχωρήσει από τα πρωτοσέλιδα, από εκεί εξαρτώνται πολλά για την ΕΕ.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κατάσταση στο μέτωπο έχει παγώσει - κυριολεκτικά και μεταφορικά -υπό το φώς πληροφοριών ότι στο παρασκήνιο αναζητείται διπλωματική διέξοδος. Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο αρχικός ενθουσιασμός για τη γενναία αντίσταση των Ουκρανικών στρατευμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της ανακατάληψης εδαφών, έχει δώσει τη θέση του στον έντονο προβληματισμό. Μετά το φιάσκο της αρχικής επίθεσης, η μαζική πολεμική κινητοποίηση της Ρωσίας έχει επιτρέψει στον Πούτιν να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να καταγράφει εδαφικά κέρδη. Υπό μία έννοια, δεν είναι έκπληξη: όσο ο πόλεμος τραβάει, τα μεγαλύτερα αποθέματα της Ρωσίας σε ανθρώπινο δυναμικό και βιομηχανική παραγωγή γέρνουν την πλάστιγγα.
Το πρόβλημα για την Ευρώπη είναι ότι έχει εκτεθεί πολιτικά, υποσχόμενη αμέριστη στήριξη στην Ουκρανία. Ωστόσο, ούτε η στρατιωτική, ούτε η οικονομική βοήθεια που έχει διοχετεύσει στο Κίεβο μέχρι σήμερα, συμβαδίζουν με τα μεγάλα λόγια.
Εν μέρει τα Ευρωπαϊκά προβλήματα είναι πρακτικής φύσεως: με την έναρξη του πολέμου, η ΕΕ συνειδητοποίησε ότι δεν διαθέτει ούτε αποθέματα πυρομαχικών, ούτε την παραγωγική βάση για να υποστηρίξει μία μεγάλης έκτασης παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση. «Μετά από λίγες ώρες μάχης, θα αναγκαστούμε να πετάμε πέτρες» δήλωσε άρτι αποστρατευθείς αντιστράτηγος του Βελγικού Γενικού Επιτελείου τον περασμένο μήνα, περιγράφοντας τη δεινή κατάσταση αποθεμάτων του στρατού της χώρας του. Κυρίως όμως, η ΕΕ στην πράξη έδωσε προτεραιότητα σε επιχειρηματικά συμφέροντα και μικροπολιτικές επιδιώξεις στα κράτη-μέλη της έναντι των γεωπολιτικών δεσμεύσεων της. Έτσι, ο οικονομικός στραγγαλισμός της Ρωσίας ουδέποτε εφαρμόστηκε – οι εξαγωγές αγαθών συνεχίζονται μέσω πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, οι περιορισμοί στις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν γίνει σουρωτήρι και η οικονομική και στρατιωτική αρωγή στην Ουκρανία είναι κραυγαλέα ανεπαρκής.
Απαραίτητη παρένθεση: με το όρο «Ευρώπη» εννοούμε τις εκλεγμένες κυβερνήσεις της, οι οποίες νομοθετούν στο Συμβούλιο της ΕΕ, είτε με ενισχυμένη πλειοψηφία, είτε με ομοφωνία. Ειδικά για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως άλλωστε και φορολογίας, αλλά και για τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε επίπεδο αρχηγών, απαιτείται ομοφωνία. Η Κομισιόν και οι «Βρυξέλλες», οι οποίες τόσο συχνά κατηγορούνται για τα πάντα, είναι αρμόδιες μόνο για να προτείνουν κοινές πολιτικές και να εποπτεύουν την εφαρμογή τους. Η τελική διαμόρφωση των κανόνων αυτών υπόκειται σε αποφάσεις των κρατών μελών.
Επιστροφή στο Ουκρανικό: Το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ λόγων και έργων θα γίνει ιδιαίτερα οξύ αν ο Πούτιν καταφέρει να επικρατήσει στο πεδίο της μάχης ή οδηγήσει τα πράγματα σε μια εκεχειρία που μοιάζει με νίκη. Αν δοθεί δηλαδή η εντύπωση, ότι η προσωποποίηση όσων εναντιώνονται στο αφήγημα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ένας μετασοβιετικός δικτάτορας, παρουσιαστεί ως θριαμβευτής έναντι των συνδυασμένων δυνάμεων της Ε.Ε και των ΗΠΑ. Μολονότι η εντύπωση αυτή θα είναι εσφαλμένη – ακριβώς επειδή ούτε η ΕΕ, ούτε οι ΗΠΑ έδωσαν όση στήριξη θα μπορούσαν για την επικράτηση της Ουκρανίας – οι εντυπώσεις μετράνε.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΗΛΙΘΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ο κίνδυνος αυτός μας φέρνει στο δεύτερο διακύβευμα. Πιθανή επικράτηση της Ρωσίας στο μέτωπο από στρατιωτικής άποψης θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις δυνάμεις της ηλιθιοκρατίας, οι οποίες κάνουν επέλαση. Διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις στην ΕΕ, από την Ιταλία μέχρι τη Σλοβακία και την Ολλανδία επιβεβαιώνουν ότι όσοι δίνουν τις πιο απλοϊκές απαντήσεις στα πιο περίπλοκα ερωτήματα, επιβραβεύονται στις κάλπες.
Παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις – όπως τα αποτελέσματα των εκλογών σε Ισπανία και Πολωνία – η τάση είναι ανησυχητική, ειδικά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως δείχνουν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων στην Γερμανία και τη Γαλλία. Αν επιβεβαιωθούν στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, είναι ορατό το ενδεχόμενο πολιτικής παράλυσης στην ΕΕ, καθώς οι δυνάμεις της αντίδρασης θα αποκτήσουν καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις.
Οι λόγοι που μας οδηγούν προς την ηλιθιοκρατία είναι ασαφείς. Μεταξύ των υπόπτων είναι η ανισότητα πλούτου και ευκαιριών. Παρά το γεγονός ότι το ερώτημα αν η ανισότητα αυτή έχει ενταθεί τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί θέμα έντονων συζητήσεων μεταξύ των οικονομολόγων, είναι δεδομένο ότι οι πολίτες είναι πιο εκτεθειμένοι στο θέαμα της και μέσω των κοινωνικών δικτύων και μέσω των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης. Η αδυναμία των κυβερνήσεων να την ελέγξουν – και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ – είναι βούτυρο στο ψωμί των λαϊκιστών, ακόμη και όταν οι ίδιοι προέρχονται από την ελίτ του πλούτου την οποία κατακευραυνώνουν.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ειδικά στην Ε.Ε, πολιτικές ηγεσίες αδυνατούν να υπερασπιστούν το έργο τους με αποφασιστικότητα. Κραυγαλέο παράδειγμα: όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία το 2022 και έκλεισαν οι στρόφιγγες φυσικού αερίου, οι περισσότεροι αναλυτές προέβλεπαν βαθειά ύφεση και εκτεταμένα μπλακάουτ. Αντ’ αυτού, η Ευρωπαϊκή οικονομία αναπτύχθηκε το 2022 με ταχύτερους ρυθμούς και από την Κίνα και από τις ΗΠΑ, ενώ η ανεργία έπεσε σε ιστορικά χαμηλά.
Μολονότι τα σημάδια της οικονομικής στασιμότητας είναι πλέον εμφανή, τα πράγματα από οικονομικής απόψεως είναι πολύ καλύτερα απ’ ότι θα μπορούσαν να είναι. Ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΕ, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεν είναι μεγαλοπαραγωγός πετρελαίου και αερίου και ήταν εξαιρετικά εκτεθειμένη στη Ρωσία. Παρά τα όσα υποστηρίζουν – και οι εν Ελλάδι – υποστηρικτές του Πούτιν, η ΕΕ δεν είχε απομονώσει τη Ρωσία πριν τον πόλεμο. Αντιθέτως, η Ρωσία ήταν από τους κορυφαίους εμπορικούς εταίρους της ΕΕ και οι σχέσεις των δύο – από την ενέργεια, μέχρι τον τουρισμό και το real estate – ήταν πολύ στενές. Όταν ο Πούτιν διέβη τον Ρουβίκωνα (ή ακριβέστερα: τον Δνείπερο), η ΕΕ ήταν εξαιρετικά ευάλωτη.
Παρόλα αυτά, ελάχιστες κυβερνήσεις – με εξαίρεση την ελληνική – κατάφεραν να υπερασπιστούν τη διαχειριστική τους επάρκεια, καίτοι κατάφεραν να περιορίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης. Η φοβική και απολογητική στάση, απέναντι στους λαϊκιστές επικριτές τους, ενισχύει σήμερα την ηλιθιοκρατία.
Οι δυσεξήγητες φοβίες των μετριοπαθών – υποτίθεται – κυβερνήσεων δεν σταμα - τάνε εκεί. Επι χρόνια δίστα - σαν να υπερασπιστούν αυτό που γνωρίζει ο κάθε πρωτο - ετής φοιτητής οικονομικών. Ότι δηλαδή η μετανάστευση έχει θετικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και αυξάνει το ΑΕΠ, ειδικά για κοινωνίες όπως οι Ευρω - παϊκές που γερνάνε ραγδαία και οι θάνατοι παραμένουν σταθερά υψηλότεροι από τις γεννήσεις.
Αντί να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους ότι χρειαζόμαστε επειγόντως εργατικά χέρια – για να μαζέψουν τις σοδειές μας, να φροντίσουν τους γέροντες μας, κλπ - άγονταν και φέρονταν από ηλιθίους που υποστήριζαν ότι η μετανάστευση θα πρέπει να είναι μηδενική. Τώρα – δειλά, δειλά – οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παραδέχονται ότι χρειαζόμαστε κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Ή μάλλον δεν το παραδέχονται, αλλά τους νομιμοποιούν στην πράξη. Ωστόσο, το νερό που έχουν ρίξει στο μύλο της ηλιθιοκρατίας είναι ήδη πολύ και τώρα καλούνται να υπερασπιστούν τις πράξεις τους, χωρίς να έχουν αφήγημα. Με μπροστάρηδες τον Πούτιν, τον Τραμπ και τους μιμητές του στις ΗΠΑ, και τα κακέκτυπά τους στην Ευρώπη, οι ακροδεξιοί συνωμοσιολόγοι προελαύνουν.
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η πλέον δραματική συνέπεια της παράδοσης των μετριοπαθών κομμάτων στην Αυτοκρατορία των Ηλιθίων είναι το μέτωπο της κλιματικής κρίσης. Και εδώ είναι το τρίτο μεγάλο διακύβευμα.
Ήδη το 2023 πήραμε μία γεύση των δημοσιονομικών επιπτώσεων της αβελτηρίας μας. Δεν ήταν μόνο τα θύματα που είχαμε και στην Ελλάδα από τις πρωτοφανείς σε ένταση βροχοπτώσεις και τις πρωτοφανείς σε ένταση πυρκαγιές. Τα όλο και πιο συχνά και έντονα φαινόμενα της κλιματικής κρίσης έχουν πλέον και ουσιαστικές δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ο λογαριασμός τους πληρώνεται από τον προϋπολογισμό – του κράτους, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Και ακόμη είμαστε στην αρχή. Σε λίγα χρόνια, το καλοκαίρι του 2023 θα το θυμόμαστε σαν «τις παλιές καλές εποχές».
Παρόλα αυτά, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα – ο σύνδεσμος κεντροδεξιών κομμάτων της ΕΕ και μεγαλύτερη παράταξη στην Ευρωβουλή – έχει εν μέρει υιοθετήσει το παρανοϊκό αφήγημα ότι για την επιβράδυνση της οικονομίας δεν ευθύνεται η εξάρτηση μας από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά οι πράσινες πολιτικές. Έτσι, ο ρυθμός και η φιλοδοξία στην εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας μειώνονται, λόγω των δισταγμών των μεγάλων κομμάτων της κεντροδεξιάς.
Ο κίνδυνος είναι να χάσει ως εκ τούτου η Ευρώπη το τρένο της μετάβασης στην οικονομία χαμηλών ρύπων. Ήδη, οι επενδύσεις της Κίνας σε πράσινες τεχνολογίες είναι πολλαπλάσιες των Ευρωπαϊκών, και η Αμερική καλύπτει γοργά το χαμένο έδαφος χάρη στην – ατυχώς αποκαλούμενη – «Νομοθετική Πράξη Για τη Μείωση του Πληθωρισμού» που κατάφερε να περάσει η κυβέρνηση Μπάιντεν. Ήδη, για κάθε ευρώ που επενδύεται σε πετρέλαιο, άνθρακα και φυσικό αέριο, παγκοσμίως κάθε χρόνο, τα διπλάσια ποσά επενδύονται σε ανανεώσιμες πηγές.
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα ονειρευόμαστε ακόμη γεωτρήσεις και αγωγούς αερίου και στη Γερμανία προσπαθούν να διασώσουν τις μηχανές εσωτερικής καύσης για την άλλοτε κραταιά αυτοκινητοβιομηχανία τους. Προσκολλημένοι στο παρελθόν, κινδυνεύουμε να χάσουμε το μέλλον.
Προφανώς, τίποτε από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι η μετάβαση στη νέα οικονομία θα είναι εύκολη. Ήδη έχουμε χάσει πολύ χρόνο και ορισμένες από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι μη αναστρέψιμες. Χρειάζονται επομένως γιγαντιαίες επενδύσεις σε υποδομές ανθεκτικότητας και αντοχής σε ένα πλανήτη που θα γίνεται όλο και πιο θερμός και άρα πιο εχθρικός για τις πόλεις μας, την οικονομία και τη γεωργία. Και απαιτούνται αναδιανεμητικές πολιτικές ώστε να επιμεριστεί δίκαια τόσο το κόστος, όσο και οι ευκαιρίες, από τη μετάβαση στην οικονομία μηδενικών ρύπων. Αντί να επικεντρώνεται σε αυτές τις προκλήσεις, η Ευρώπη σκέφτεται αν πρέπει να κατεβάσει την ταχύτητα της πράσινης μετάβασης. Το 2024 θα δείξει αν αυτή η καταστροφική αμφιταλάντευση θα συνεχιστεί.
Τα δυσμενή σενάρια που περιγράψαμε είναι πιθανόν να μην επαληθευτούν. Η μυθολογία της Ευρώπης λέει ότι από κάθε κρίση βγαίνει πιο ισχυρή. Η αλήθεια είναι ότι απλά τα κουτσοκαταφέρνει. Δεδομένων των προκλήσεων που θα αντιμετωπίσει φέτος, αν τα κουτσοκαταφέρει πάλι, δεν θα είναι καθόλου μικρό επίτευγμα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr