Μόλις συγκεντρώνονταν οι συμμετέχοντες και πριν ακόμη τους αφήσουμε να συστηθούν μεταξύ τους, τους ζητούσαμε να σηκωθούν και να σχηματίσουν έναν κύκλο γύρω από ένα δίχτυ ψαρέματος που είχαμε απλώσει στο πάτωμα, ακριβώς στη μέση της αίθουσας. Εκεί, τους καλούσαμε να πιάσει ο καθένας σφιχτά στο χέρι του, χωρίς να μιλάει, μια άκρη από το δίχτυ. Μετά, αφού όλοι είχαν καταλάβει τις οδηγίες και πράξει τα δέοντα, τους πρότεινα να κάνουν ένα βήμα πίσω και, χωρίς να το αφήσουν, να τεντώσουν λιγάκι το δίχτυ. Με το δίχτυ ήδη στον αέρα, τους ζητούσα να κλείσουν τα μάτια και τους έλεγα ότι όταν θα χτυπούσα έναν στην πλάτη, αυτός θα έπρεπε να τραβήξει λίγο το δίχτυ προς το μέρος του, πάντα χωρίς να μιλάει και όχι απότομα, σαν να μην ήθελε να φανεί ποιος ήταν. Όταν εκείνος τέντωνε ακόμη λίγο το δίχτυ, εγώ ρωτούσα τους υπόλοιπους αν ένιωθαν κάποια διαφορά. Φυσικά, όλοι απαντούσαν πως, όντως, κάτι ένιωθαν. Μετά, επαναλαμβάναμε την άσκηση με όλους τους συμμετέχοντες για ν’ αποκτήσουν κοινή εμπειρία, και αφού καθένας τους επιβεβαίωνε προσωπικά ότι ακόμη κι ένα μικρό τραβηγματάκι στο δικό του τμήμα από το δίχτυ γινόταν αισθητό σε ολόκληρο τον κύκλο, τους ζητούσα ν’ ανοίξουν τα μάτια και να κοιτάξουν τους υπόλοιπους.
Στην καθημερινή ζωή, έλεγα τότε, τα πράγματα λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μπορεί κανείς να θεωρεί πως αυτό που κάνει – ή δεν κάνει – δεν επηρεάζει τους υπόλοιπους, αυτό όμως δεν είναι ποτέ σίγουρο. Όταν εσύ τραβάς λιγάκι προς το μέρος σου αυτό το πλέγμα που είναι η ζωή σου, στην άλλη πλευρά υπάρχουν άνθρωποι – τους οποίους είτε δεν γνωρίζεις καθόλου, είτε αγνοείς ως και την ύπαρξή τους – που καταγράφουν τη χειρονομία σου, δέχονται τα καλά ή πληρώνουν ορισμένες από τις συνέπειες των πράξεών σου.
Όλοι είμαστε ένα γρανάζι, μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου μηχανισμού! Κι όταν ένας από μας πέφτει καταγής, πέφτει για χάρη αυτών που ακολουθούν, προειδοποιώντας για το λιθάρι που πάνω του σκόνταψε.
Ας δουμε παρακάτω μια χαρακτηριστική ιστορία...
«Κάποτε σ’ ένα μακρινό χωριό, πριν πολλά πολλά χρόνια, ζούσε ένας άνθρωπος πολύ – μα πάρα πολύ – ηλικιωμένος. Ο χρόνος με το πέρασμά του τού είχε στερήσει κάποια πράγματα, όπως την ευκινησία, την επιδεξιότητα στα χέρια και την όραση, αλλά του είχε φέρει άλλα, όπως, για παράδειγμα, μια μεγάλη σοφία. Ζούσε ανέκαθεν σ’ αυτό το χωριό και κανένας δεν παραξενευόταν με τη σιγουριά που έδειχνε όταν πήγαινε από δω κι από κει χωρίς οδηγό ή συνοδό. Γι’ αυτό, μια άναστρη κι αφέγγαρη νύχτα έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό όταν τον είδαν να περπατάει στους δρόμους του χωριού κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι.
- Ισούφ…, τον καλεί ο νυχτοφύλακας μόλις περνάει μπρος του. Αυτόν εδώ το δρόμο τον ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα κι επιπλέον – δυστυχώς – είσαι και… τυφλός! Τι κάνεις τέτοιαν ώρα στο δρόμο μ’ ένα φανάρι στο χέρι;
- Το φανάρι δεν το κρατάω για να βλέπω πού πάω, λέει ο γέροντας. Το δρόμο τον ξέρω πόντο πόντο. Τον περνάω σχεδόν κάθε μέρα τα τελευταία εκατό χρόνια. Μου είπαν, όμως, πως απόψε η νύχτα είναι σκοτεινή, κι όσοι δεν ξέρουν το χωριό μπορεί να χρειάζονται φως για να μη σκοντάψουν. Το φανάρι λοιπόν το κρατάω για να κάνω λίγο πιο εύκολο και ασφαλή το δρόμο των περαστικών. Όχι για να φωτίζω τον δικό μου.»
Όλοι μαζί λοιπόν πάντα ενωμένοι σε έναν στόχο σε έναν σκοπό προκειμένου να αγγίξουμε το βέλτιστο αποτέλεσμα. Το όραμά μας!
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr