Ο χρόνος με το πέρασμά του τού είχε στερήσει κάποια πράγματα, όπως την ευκινησία, την επιδεξιότητα στα χέρια και την όραση, αλλά του είχε φέρει άλλα, όπως, για παράδειγμα, μια μεγάλη σοφία. Ζούσε ανέκαθεν σ’ αυτό το χωριό και κανένας δεν παραξενευόταν με τη σιγουριά που έδειχνε όταν πήγαινε από δω κι από κει χωρίς οδηγό ή συνοδό. Γι’ αυτό, μια άναστρη κι αφέγγαρη νύχτα έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό όταν τον είδαν να περπατάει στους δρόμους του χωριού κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι.
- Ισούφ…, τον καλεί ο νυχτοφύλακας μόλις περνάει μπρος του. Αυτόν εδώ το δρόμο τον ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα κι επιπλέον – δυστυχώς – είσαι και… τυφλός! Τι κάνεις τέτοιαν ώρα στο δρόμο μ’ ένα φανάρι στο χέρι;
- Το φανάρι δεν το κρατάω για να βλέπω πού πάω, λέει ο γέροντας. Το δρόμο τον ξέρω πόντο πόντο. Τον περνάω σχεδόν κάθε μέρα τα τελευταία εκατό χρόνια. Μου είπαν, όμως, πως απόψε η νύχτα είναι σκοτεινή, κι όσοι δεν ξέρουν το χωριό μπορεί να χρειάζονται φως για να μη σκοντάψουν. Το φανάρι λοιπόν το κρατάω για να κάνω λίγο πιο εύκολο και ασφαλή το δρόμο των περαστικών. Όχι για να φωτίζω τον δικό μου.»
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr