Συγκεκριμένα ο Πρόεδρος αναφέρθηκε διεξοδικά στα εξής καίρια ζητήματα:
Α. Τόσο οι αρχές όσο και η κοινή γνώμη κοιτάζουν προς την εξορυκτική βιομηχανία αναζητώντας τις πρώτες ύλες που θα επιτρέψουν στην κοινωνία να μειώσει το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα σε ανεκτά επίπεδα. Μόλις πρόσφατα παρατηρούνται κάποιες πρώτες πολιτικές πρωτοβουλίες Νομοθετικής παρέμβασης, εντούτοις είναι κοινή πεποίθηση όλων όσων δραστηριοποιούνται στον κλάδο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες είναι μόνον «ένα μικρό πρώτο βήμα», το οποίο από μόνο του δεν πρόκειται να δώσει καμία λύση.
Β. Η Ελλάδα διαθέτει μια αξιόλογη ποικιλία από ορυκτά, πολλά από τα οποία με σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Γι΄αυτό και χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, αφενός μεν για να αξιολογηθούν εμφανίσεις που έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν, αφετέρου δε για να επαναξιολογηθούν γνωστά κοιτάσματα με τα νέα οικονομικά δεδομένα.
Γ. Στη χώρα μας υπάρχουν κοιτάσματα 10 «κρίσιμων ή / και στρατηγικών ορυκτών» ενώ υπάρχουν αξιόλογες ενδείξεις για άλλα έξι ή επτά. Δεν θα πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να περιοριστούμε στα ορυκτά που σήμερα θεωρούμε κρίσιμα και στρατηγικά. Όλες οι πρώτες ύλες είναι κατά μία έννοια κρίσιμες και σίγουρα στρατηγικές τόσο για την εθνική μας οικονομία όσο και για την γεωπολιτική μας θέση ως χώρα.
Δ. Η παγκόσμια κατανάλωση ορυκτών πρώτων υλών αυξάνεται σταθερά τα τελευταία 30 χρόνια με αρκετά αξιόλογους ρυθμούς και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η τάση αυτή θα συνεχίσει. Εντούτοις τυχόν απότομη και έντονη αύξηση της ζήτησης στο προσεχές μέλλον, κυρίως λόγω της διάχυσης της ψηφιακής τεχνολογίας και της πράσινης ενέργειας, μπορεί οδηγήσει σε έκρηξη τιμών με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Ε. Η ΕΕ τα τελευταία 30 χρόνια γίνεται συνεχώς όλο και λιγότερο ανταγωνιστική για την παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών, παρά τη σταθερή αύξηση της ζήτησης για ορυκτές πρώτες ύλες, τις οποίες έχει και τα κοιτάσματα αλλά και την τεχνολογική δυνατότητα να παράξει.
ΣΤ. Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η καθυστέρηση των αδειοδοτήσεων που προκαλούν αβεβαιότητα στις εταιρείες του κλάδου. Επιπλέον, το κανονιστικό πλαίσιο, πολύπλοκο, ασαφές και σε πολλές περιπτώσεις ανεφάρμοστο, επιβαρύνει και το κόστος παραγωγής. Η συμμόρφωση σε τεχνικές απαιτήσεις που δεν ισχύουν σε άλλα μέρη του κόσμου μειώνει ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητα.
Αποτέλεσμα; Η ΕΕ χάνει σε ανταγωνιστικότητα απέναντι στους κύριους ανταγωνιστές της σε Ανατολή και Δύση συστηματικά επί δεκαετίες και ο εξορυκτικός κλάδος σε Ελλάδα και ΕΕ συρρικνώνεται αντί να μεγαλώνει.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr