Ειδικότερα, ο διοικητής της ΤτΕ δήλωσε πως «από το 2020 μέχρι σήμερα αυτή η κοινότητα έχει πληγεί από διαδοχικές πληθωριστικές διαταραχές. Ασφαλώς, οι διαταραχές αποτελούν ένα επαναλαμβανόμενο γνώρισμα του οικονομικού τοπίου — υπενθυμίζω τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1996-97, την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ το 2007 και το 2008.
Η διαφορά από προηγούμενα επεισόδια είναι ότι οι διαταραχές τα τελευταία χρόνια είναι διαδοχικές. Τα αλλεπάλληλα κύματα της πανδημίας οδήγησαν σε σημαντικές δυσλειτουργίες των αλυσίδων προσφοράς, που προκάλεσαν αύξηση των τιμών των πρώτων υλών. Σε μια περίοδο κατά την οποία ανέκαμπτε από την πανδημία, η οικονομία της ζώνης του ευρώ επλήγη από ακόμα μια σημαντική διαταραχή, που προκλήθηκε από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τις επακόλουθες κυρώσεις. Οι επιπτώσεις αυτού του πολέμου στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και στην αγορά ενέργειας επιδείνωσαν τις διαταράξεις των εφοδιαστικών αλυσίδων και επέτειναν την αύξηση των τιμών των καυσίμων, των πρώτων υλών και των τροφίμων.
Σε σχέση τόσο με την πανδημία όσο και με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχουμε πληγεί από διαταραχές των τιμών της ενέργειας. Αυτό που κάνει την κατάσταση στη ζώνη του ευρώ πιο δύσκολη από ό,τι στις ΗΠΑ είναι ότι η ζώνη του ευρώ είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας και, ως εκ τούτου, πλήττεται από την επιδείνωση των όρων εμπορίου. Παράλληλα, με τη σταδιακή άρση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί για την ανάσχεση των κυμάτων της πανδημίας, απελευθερώθηκε η συμπιεσμένη ζήτηση, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, και ως εκ τούτου οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές διευρύνθηκαν και εντάθηκαν.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η ζώνη του ευρώ είχε επηρεαστεί από εισαγόμενο πληθωρισμό μετά την ιδιαίτερα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που είχε ασκηθεί στις ΗΠΑ το 2020 και το 2021. Καθώς το 50% σχεδόν των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών συνομολογείται σε δολάρια ΗΠΑ, σημειώθηκαν δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλες χώρες. Για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, ο οποίος, αντανακλώντας την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αυξήθηκε νωρίτερα από ό,τι σε άλλες οικονομίες, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) αύξησε επιθετικά το επιτόκιο πολιτικής της, συμβάλλοντας έτσι σε υποτιμήσεις άλλων νομισμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ, έναντι του δολαρίου, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις.
Με λίγα λόγια, η ΕΚΤ έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μια Λερναία Ύδρα.
Με αυτό εννοώ ότι τα αίτια της παρούσας κατάστασης είναι σύνθετα, αντανακλώντας τις πολλαπλές πληθωριστικές διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς που πλήττουν την οικονομία.
Επόμενο είναι λοιπόν ο συνδυασμός αυτών των διαταραχών να έχει δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για τις κεντρικές τράπεζες.
- Πρώτον, η νομισματική πολιτική έπρεπε να αποτρέψει την παγίωση του πληθωρισμού, διασφαλίζοντας ότι οι επιπτώσεις στις τιμές δεν θα μετακυλιστούν στις πληθωριστικές προσδοκίες και στις αυξήσεις των μισθών.
- Δεύτερον, είναι πολύ σημαντικό ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ δεν προήλθε από την πλευρά της ζήτησης όπως στις ΗΠΑ, αλλά από μια σειρά διαταραχών στην πλευρά της προσφοράς, τις οποίες η νομισματική πολιτική δεν είναι κατάλληλη για να αντιμετωπίσει.
- Τρίτον, η νομισματική πολιτική έπρεπε να ασκείται κατά τρόπο ώστε να μην ενισχύει τις ισχυρές υφεσιακές επιπτώσεις αυτών των διαταραχών που προέρχονταν από την πλευρά της προσφοράς.
- Τέταρτον, έπρεπε να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον που επηρεάζεται καθοριστικά από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει πρωτοφανή αβεβαιότητα και εξασθένηση του οικονομικού κλίματος.
- Πέμπτον, έπρεπε επίσης να αποφευχθεί η πρόκληση χρηματοπιστωτικής αστάθειας: οι χρηματοπιστωτικές αγορές τείνουν να αντιδρούν σφοδρά σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας — όπως μας υπενθύμισαν τα πρόσφατα γεγονότα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
- Έκτον, η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής έπρεπε να διαφυλαχθεί και να αποτραπούν οποιεσδήποτε εξελίξεις που συνδέονται με κατακερματισμό. Ας μην ξεχνάμε τι προκάλεσε ο κατακερματισμός στις οικονομίες μας πριν από λιγότερο από μια δεκαετία.
- Έβδομον, έπρεπε να διατηρηθεί η αξιοπιστία μας. Η νομισματική πολιτική δεν πρέπει ούτε να υπεραντιδρά, ούτε να υποαντιδρά».
Παρόμοια κατάσταση με τη δεκαετία του 1970
Ο κος Στουρνάρας συνέχισε λέγοντας πως «κατά την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η ιστορία παρέχει κάποια, αν και όχι πλήρη, καθοδήγηση. Μια κατάσταση παρόμοια με τη σημερινή έζησε η παγκόσμια οικονομία τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν επλήγη από μια διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς που εκδηλώθηκε με υψηλές τιμές του πετρελαίου. Στην περίοδο αυτή σημειώθηκαν διψήφιοι ρυθμοί πληθωρισμού, χαμηλοί ή αρνητικοί ρυθμοί μεταβολής του προϊόντος και αυξημένη ανεργία.
Πιστεύω ότι μια αντιπαραβολή μεταξύ εκείνης της περιόδου και της σημερινής βοηθά να αντιληφθούμε πώς μια κεντρική τράπεζα μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του υψηλού πληθωρισμού. Αυτό που θα υποστηρίξω τώρα είναι ότι η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής ήταν περισσότερο περιορισμένη τη δεκαετία του 1970 σε σύγκριση με σήμερα. Αν και επικεντρώνομαι στην εμπειρία των ΗΠΑ, οι παρατηρήσεις μου ισχύουν για τις περισσότερες χώρες εκείνη την εποχή.
Τη δεκαετία του 1970, η Fed δεν έθετε στόχο για τον πληθωρισμό. Κατά την τότε αντίληψή της, υπήρχε μια μόνιμη σχέση ανταλλαγής μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού. Όσο και αν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς σήμερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Πρόεδρος της Fed Arthur Burns υποστήριζε ότι η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορούν να ελέγξουν τον πληθωρισμό. Για να μειωθεί ο πληθωρισμός, υποστήριξε την επιβολή υποχρεωτικού ελέγχου των μισθών και των τιμών. Πράγματι, οι έλεγχοι αυτοί θεσπίστηκαν, αλλά δεν είχαν αποτέλεσμα.
Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι υπό αυτές τις συνθήκες, οι κεντρικές τράπεζες δεν είχαν κερδίσει την αξιοπιστία τους. Κατά συνέπεια, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, τα οποία ενσωματώνουν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, αυξήθηκαν γρήγορα σε διψήφια επίπεδα και παρέμειναν πολύ υψηλά έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι κεντρικές τράπεζες έχουν εδραιώσει την αξιοπιστία τους, ασκώντας νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη σταθερότητα των τιμών. Η ΕΚΤ, όπως και οι περισσότερες άλλες κεντρικές τράπεζες, έχει θέσει μεσοπρόθεσμο στόχο για τον πληθωρισμό στο 2%. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, η ΕΚΤ ως επί το πλείστον επιτύγχανε τον στόχο της, κάποια έτη ο πληθωρισμός ήταν ελαφρώς άνω του στόχου, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν χαμηλότερος του στόχου.
Η αξιοπιστία που έχουν κερδίσει οι κεντρικοί τραπεζίτες παρέχει κάποιο περιθώριο ώστε η νομισματική πολιτική να μπορεί να αμβλύνει τις απώλειες σε όρους απασχόλησης και προϊόντος που συνεπάγεται η απότομη άνοδος του πληθωρισμού. Με άλλα λόγια, η πυξίδα μας έχει μια και μόνη βελόνα, που είναι στραμμένη προς τον πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα. Με δεδομένη αυτή τη μοναδική στόχευση, έχουμε χρησιμοποιήσει την ευελιξία που παρέχει η αξιοπιστία μας για να ελαχιστοποιήσουμε τη ζημιά που προκαλούν αυτές οι διαταραχές στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση».
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές προσαρμόστηκαν ομαλά στο σταδιακό ρυθμό ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής
Απαντώντας σε ερώτηση για τις επικρίσεις που δέχεται η ΕΚΤ αναφορικά με το χρόνο αντίδρασης της στην αύξηση του πληθωρισμού, ο διοικητής αποκρίθηκε πως «η ΕΚΤ έχει ξεκινήσει την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, σε δύο διακριτές φάσεις. Η πρώτη ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2021, όταν η ΕΚΤ αποφάσισε τον τερματισμό των καθαρών αγορών μέσω των δύο εμβληματικών προγραμμάτων της, του APP και του PEPP, και τη σταδιακή κατάργηση τόσο των μέτρων χαλάρωσης των κριτηρίων αποδοχής εξασφαλίσεων όσο και των πολύ ευνοϊκών όρων των στοχευμένων πράξεων αναχρηματοδότησης. Τον Ιούλιο εισήλθαμε σε μια νέα φάση της ομαλοποίησης της πολιτικής μας, με τη σταδιακή προσαρμογή των επιτοκίων μας σε επίπεδα που θα εξασφαλίσουν την έγκαιρη μείωση του πληθωρισμού στο 2% που είναι ο μεσοπρόθεσμος στόχος μας.
Όπως τόνισα προηγουμένως, η νομισματική μας πολιτική βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλαπλές και αλληλένδετες προκλήσεις. Η ταχύτητα της ομαλοποίησης έπρεπε να καθοριστεί έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η αξιοπιστία μας — αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να βαδίσουμε σε μια λεπτή γραμμή — ούτε πολύ γρήγορα, ούτε πολύ αργά. Η ομαλοποίηση έπρεπε να γίνει με το βλέμμα στραμμένο στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παρέμειναν σταθεροποιημένες και αυτό κατά τη γνώμη μου αποδεικνύει ότι η πολιτική μας ήταν η κατάλληλη απάντηση στον συνδυασμό των διαταραχών που αντιμετωπίζαμε.
Για παράδειγμα, οι πιο μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό, με βάση το επιτόκιο των συμφωνιών ανταλλαγής που συνδέονται με τον πληθωρισμό μετά από πέντε έτη και για ορίζοντα πέντε ετών, διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στο 2,1% φέτος και στο 2,2% τον περασμένο μήνα. Η πορεία της ομαλοποίησης έπρεπε να διασφαλίσει ότι οι δευτερογενείς επιδράσεις μέσω των μισθολογικών αυξήσεων θα είναι περιορισμένες. Μέχρι στιγμής, οι αυξήσεις των μισθών είναι συγκρατημένες, ένδειξη ότι οι επιπτώσεις στις τιμές δεν είχαν ενσωματωθεί στις προσδοκίες.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα διαφυλάχθηκε. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές προσαρμόστηκαν ομαλά στο σταδιακό ρυθμό ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής. Για να διασφαλίσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής μας πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, το περασμένο καλοκαίρι το Διοικητικό Συμβούλιο θέσπισε το Μέσο Προστασίας της Μετάδοσης (TPI). Πρόκειται για ένα μηχανισμό που μπορεί να ενεργοποιηθεί για να αντισταθμίσει ανεπιθύμητες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη σταθερότητα των τιμών. Οι κίνδυνοι κατακερματισμού δεν έχουν υλοποιηθεί. Η σταδιακή ομαλοποίηση της πολιτικής αποσκοπούσε στην αποφυγή τυχόν απότομης συρρίκνωσης της παραγωγής και ανεπιθύμητης αύξησης της ανεργίας. Η οικονομική ανάπτυξη και η απασχόληση παρέμειναν ανθεκτικές παρά τους πρωτοφανείς κλυδωνισμούς.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, πιστεύω ότι η πορεία προς την ομαλοποίηση που ξεκινήσαμε τον περασμένο Δεκέμβριο έχει τον κατάλληλο βηματισμό και βασίζεται στα εισερχόμενα στοιχεία, ακολουθώντας μια προσέγγιση κατά την οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται σταδιακά σε κάθε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου».
Παρακολουθούμε προσεκτικά τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ
Σε ερώτηση για το κατά πόσο ανησυχεί η ΕΚΤ για άλλους εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες, ο κος. Στουρνάρας δήλωσε πως «ας ξεκινήσω με τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, την οποία προφανώς παρακολουθούμε προσεκτικά, διότι οι εξελίξεις της μπορούν να επηρεάσουν τον εγχώριο πληθωρισμό. Ενθαρρυντικό είναι ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ θωρακίζεται σε κάποιο βαθμό από την πρόσφατη υποτίμηση του ευρώ, διότι μεγάλο μέρος του εμπορίου μας είναι μεταξύ των χωρών μας και άρα τιμολογείται σε ευρώ. Συγκεκριμένα, το 60% του όγκου του εμπορίου της ζώνης του ευρώ είναι εκφρασμένο στο ενιαίο μας νόμισμα.
Ωστόσο, η ανατίμηση του δολαρίου έχει σαφώς αντίκτυπο στις τιμές της ενέργειας, ιδίως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφερθώ στα εμπειρικά ευρήματα μιας πρόσφατης μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες και τις δευτερογενείς επιπτώσεις του πληθωρισμού. Η μελέτη αξιολογεί τους παράγοντες που συνέβαλαν στον πληθωρισμό το 2020, το 2021 και το πρώτο τετράμηνο του 2022 στη ζώνη του ευρώ, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στη μελέτη εξετάζονται πώς διάφοροι παράγοντες από την πλευρά της ζήτησης, όπως η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, καθώς και οι περιορισμοί στην προσφορά, επηρεάζουν τον πληθωρισμό. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι οι παράγοντες από την πλευρά της προσφοράς ήταν εκείνοι στους οποίους κυρίως οφείλεται η αύξηση του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, ενώ οι υποτιμήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών είχαν λιγότερο σημαντική επίδραση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr